Ψηφιοποιημένα περιοδικά λογοτεχνίας και κριτικής

Η αναζήτηση άρθρων σε περιοδικά με επίκεντρο τη λογοτεχνία ή και τη λογοτεχνία είναι μια δραστηριότητα που μπορεί, πλην ελαχίστων δύσκολων περιπτώσεων, να υλοποιηθεί με σχετική άνεση μόνο στις μεγάλες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας. Για χρόνια γκρίνιαζα για την αργή και συχνά αποσπασματική ψηφιοποίηση των περιοδικών αυτών, όχι άδικα νομίζω για όλους εμάς που δεν έχουμε τη δυνατότητα να τρέχουμε κάθε λίγο στη συμπρωτεύουσα ή στο κλεινόν άστυ. Πάντως τα πράγματα βελτιώθηκαν σημαντικά μέσα στην τελευταία δεκαετία. Μάζεψα λοιπόν για την ανάρτηση όλους τους ιστοτόπους που έχω εντοπίσει με ψηφιοποιημένα περιοδικά λόγου και τέχνης. Και ελπίζω πλέον βάσιμα να συνεχίσω τον εμπλουτισμό της ανάρτησης αυτής με νέα ευρήματα.

  • Η Πάνδημος, η Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πάντειου Πανεπιστήμιου έχει ψηφιοποιήσει ως τη στιγμή που γράφεται η ανάρτηση αυτή είκοσι περιοδικά ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζω το εμβληματικό για το χώρο της Αριστεράς Αντί αλλά επίσης και τον Σχολιαστή, την Ουτοπία, τις Δοκιμές, τον Λεβιάθαν, τα Σύγχρονα Θέματα (1962-1967) και τη συνέχειά τους (1978-2013). Σε μορφή pdf, με δυνατότητα μεταφόρωσης.
  • Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας ψηφιοποίησαν τέσσερα περιοδικά πολύτιμα για τον μελετητή της νεότερης ελληνική λογοτεχνίας και κριτικής. Η Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), το μείζον περιοδικό της ελληνικής αριστεράς για τον πολιτισμό, την τέχνη και τη λογοτεχνία, η Κριτική (1959-1961) του Μανόλη Αναγνωστάκη, η Συνέχεια (1973), το σημαντικότερο περιοδικό λογοτεχνίας και ιδεών στην περίοδο της δικτατορίας και τέλος Ο Πολίτης (1976-1995 & 1998-2008) και Δεκαπενθήμερος Πολίτης (1983-1986 & 1995-1998), το πολύτιμο αυτό περιοδικό που διαμόρφωσε ουσιαστικά τη σκέψη της μεταπολιτευτικής Ανανεωτικής Αριστεράς. Σε κάποια (λχ Ο Πολίτης και Ο Δεκαπενθήμερος Πολίτης) υπάρχει η δυνατότητα μεταφόρτωσης σε pdf, στα υπόλοιπα απαιτούνται αυτοσχεδιασμοί, όπως εκτύπωση της σελίδας σε pdf ή printscreen.
  • Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα έχει επίσης προχωρήσει σε ψηφιοποίηση εννιά μέχρι στιγμής λογοτεχνικών περιοδικών και έπεται προφανώς συνέχεια. Ξεχωρίζω την Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, την μακροβιότατη (1955-2009) Νέα Πορεία του Τηλέμαχου Αλαβέρα, τα τεύχη του αγαπημένου μας (λόγω ΑΠΘ) Φιλόλογου προς το παρόν έως το 2009, ξανά την Κριτική και τέλος την Πάροδο του Κώστα Ριζάκη. Υπάρχει αξιόλογη δυνατότητα αναζήτησης μέσα στα περιεχόμενα με βάση τίτλο, συγγραφέα θέματα. Δε μπορεί να γίνει μεταφόρτωση αλλά με λίγη υπομονή οι σελίδες που μας ενδιαφέρουν μπορούν να μεταφορτωθούν μία μία ως αρχεία εικόνας.
  • Το ΕΚΕΒΙ, πριν το κλείσει το 2013 ο τότε αν. Υπουργός Πολιτισμού κ. Κώστας Τζαβάρας χαρακτηρίζοντάς το “όαση (sic) δημοσιονομικής ανομίας” και μία από τις πρωτοβουλίες εκείνες “που μας οδήγησαν στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό” πρόλαβε να ψηφιοποιήσει οκτώ λογοτεχνικά περιοδικά ως το χρονικό σημείο που όρισαν οι εκδότες τους. Είναι τα περιοδικά Νέα Εστία, Οδός Πανός, Πλανόδιον, Περίπλους, Οροπέδιο, Το Δέντρο, Intellectum και Η λέξη. Υπάρχει μια ισχυρή και αποτελεσματική μηχανή αναζήτησης με λέξεις κλειδιά μέσα στο σώμα των περιοδικών καθώς πριν ψηφιοποιηθούν έχει προηγηθεί οπτική αναγνώριση κειμένου (OCR). Δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφόρτωσης και για να γίνει κάτι τέτοιο ο μόνος τρόπος είναι με print screen κάθε σελίδας και επεξεργασία της φωτογραφίας με μέτρια αποτελέσματα. Ακόμα και με τους όρους αυτούς παραμένει πολύτιμη δουλειά.
  • Στο Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) και στην ενότητα eJournals έχουν ψηφιοποιηθεί μέχρι στιγμής 41 σειρές επιστημονικών περιοδικών με έμφαση στον κλάδο των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών. Ξεχωρίζουν (με καθαρά και μόνο προσωπικά κριτήρια) ο Ερανιστής, τα Μακεδονικά, ο Μνήμων, η Σύγκριση και τα Βυζαντινά Σύμμεικτα. Εύκολη πρόσβαση, μεταφόρτωση σε pdf, δυνατότητα σε αρκετά τεύχη να μεταφορτωθεί μόνο το άρθρο που μας ενδιαφέρει. Σε κάθε περίπτωση, ολόκληρος ο ιστότοπος του ΕΚΤ κρύβει τεράστια, αξιοθαύμαστη και πολύτιμη δουλειά.
  • Το Διαβάζω ήταν το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό που ξεκίνησα να αγοράζω από μαθητής Λυκείου μέχρι λίγο μετά την αποφοίτησή μου και ήταν, μαζί με τη Λέξη, τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά στις δεκαετίες του 70 και του 80. Τα τεύχη που έχουν ψηφιοποιηθεί ξεκινούν από το 1979 έως το 2012 με κάποια κενά σε τεύχη ενδιάμεσα. Και εδώ δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφόρτωσης και πρέπει να καταφύγει κανείς στο print screen αν χρειάζεται κάποιες σελίδες.
  • [Προσθήκη 08/06/20] Το Εργαστήριο Νεοελληνικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ ολοκλήρωσε πρόσφατα την ψηφιοποίηση του εξαιρετικού περιοδικού Γράμματα και τέχνες, επίσης μακρόβιου (1982-1999) για τα ελληνικά δεδομένα. Πολύ καλή δουλειά και εύκολη μεταφόρτωση σε αρχείο pdf. Αναλυτικότερα για το έργο και οι σχετικοί υπερδεσμοί για κάθε τεύχος εδώ
  • Το Εμβόλιμον από τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, του Γιώργου Θεοχάρη, κρατά γερά ακόμη από το 1988. Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς διαθέτει στο διαδίκτυο σε pdf ψηφιακή μορφή τα τεύχη από 56-57 έως 83-84 (από το 2008-2017) και σε έντυπη μορφή σχεδόν όλα τα τεύχη του περιοδικού.
  • Άφησα για το τέλος τα Πολιτιστικά Δρώμενα που ξεκίνησαν στη Βέροια αρχές δεκαετίας του 1990, από την τότε Επιχείρηση Πολιτισμού του Δήμου Βέροιας (ΔΕΤΟΠΟΚΑ) έως το 2001 και στη συνέχεια το 2003, από Δημοτική Επιχείρηση Πολιτισμού Βέροιας και του Σύνδεσμο Φιλολόγων Ημαθίας, μέχρι το 2011. Από το 2015 ξεκίνησε εκ νέου η έκδοσή του και η ψηφιοποίηση σε pdf από το Κέντρο Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού Βέροιας (Κ.Τ.Ι.Π.Β.) της Κ.Ε.Π.Α.Δ Βέροιας που το εκδίδει έχει φτάσει ως το 2016 και το τεύχος 62. Νομίζω πάντως ότι αυτό ήταν και το τελευταίο ως τώρα τεύχος καθώς η χρηματοδότηση τέτοιων εγχειρημάτων σε καιρούς κρίσης είναι πάντα προβληματική
  • Τέλος, μια οφειλόμενη τιμητική αναφορά. Πριν το 2000 ο σκάννερ ήταν εξωτικό μηχάνημα και στο ελληνικό κομμάτι του διαδικτύου δεν υπήρχε ούτε για δείγμα ψηφιοποιημένο λογοτεχνικό περιοδικό. Ο Χρήστος Δημάκης, έχοντας κι αυτός την πετριά της ποίησης, ανέλαβε το 1999 να προβάλει στο διαδίκτυο ποιήματα που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, προσπάθεια που έφτασε ως το 2008. Έργο χρησιμότατο, καθώς τα περισσότερα από τα περιοδικά αυτά μάλλον δεν θα διασωθούν ψηφιακά. Και ακόμα περισσότερο όταν προέρχεται από άνθρωπο που δεν έχει επαγγελματική ή άλλη σχέση με τους κύκλους και τα κυκλώματα του λογοτεχνικού μας χωριού. Το βρίσκουμε εδώ: https://genesis.ee.auth.gr/dimakis/
  • [Προσθήκη 07/10/19] Οι θιασώτες της 7ης τέχνης έχουν κάθε λόγο να χαίρονται με την ψηφιοποίηση του ιστορικού περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος αλλά και του αντίπαλου πόλου, του περιοδικού Φιλμ. Υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης στα μεταδεδομένα κάθε τεύχους καθώς και αναζήτηση ανά τεύχος ή περίοδο. Μπορεί να γίνει και μεταφόρτωση των τευχών σε μορφή pdf.

Η μάχη της Μαγνησίας (Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία)

Σχεδόν δυο χρόνια πριν, καταπιάστηκα με τον βασιλιά Δημήτριο που τόσο στωικά αντικατέστησε τα χρυσά φορέματά του με μια φαιά χλαμύδα σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες. Χρωστούμενο από τα πρώτα, εφηβικά μου βήματα στο καβαφικό σύμπαν ήταν το ποίημα· χρωστούμενο επίσης από την ίδια εποχή και το συμπόσιο του βασιλιά Φίλιππου Ε΄1212121με την πλαστή ευθυμία του. Εκατό περίπου χρόνια χωρίζουν τα γεγονότα που συνθέτουν τον ιστορικό κορμό των δυο ποιημάτων, το φευγιό του Δημήτριου Α΄ Πολιορκητή (288 π.Χ) από την αναγγελία της συντριβής στη Μαγνησία (190 π.Χ) του Αντίοχου Γ΄στο παλάτι του Φίλιππου· μέσα στον αιώνα αυτό μπορεί να δει κανείς πού οδήγησαν οι άθλιες συγκρούσεις των ελληνιστικών βασιλείων με τους Ρωμαίους να αναδεικνύονται απόλυτοι κυρίαρχοι και ρυθμιστές των πολιτικών πραγμάτων στα ελληνιστικά βασίλεια.

Η μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ) είναι μια από τις τέσσερις μάχες που έκριναν την τύχη του ελληνικού κόσμου απέναντι στους Ρωμαίους. Προηγήθηκε η ήττα του Φιλίππου Ε΄ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ) και η καταστροφή του βασιλείου της Μακεδονίας ολοκληρώθηκε με την ήττα του Περσέα, γιου του Φιλίππου Ε΄, στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. Ο επίλογος της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων γράφηκε με την ήττα της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 164 π.Χ στη μάχη της Λευκόπετρας· δεν είναι τυχαίο ότι μόνο στη μάχη αυτή οι Ρωμαίοι δεν είχαν – δε χρειάζονταν – Έλληνες συμμάχους απέναντι στους αντιπάλους τους. Στο καβαφικό ποίημα αυτή ακριβώς η αντιπαλότητα των Ελλήνων που οδήγησε τους Ρωμαίους στον θρίαμβο είναι ο άξονας που το διαπερνά και το στηρίζει.

Κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα ο βασιλιάς Φίλιππος Ε΄της Μακεδονίας, γιος του Δημήτριου Β΄και δισέγγονος του Δημητρίου Α΄Πολιορκητή. Ορκισμένος εχθρός των Ρωμαίων πέρασε τη ζωή του μέσα σε πολέμους προσπαθώντας μάταια να αποκαταστήσει την ισχύ των μακεδονικών όπλων στην Ελλάδα κυρίως αλλά και πιο πέρα ακόμη. Συμμάχησε με τον Αννίβα απέναντι στου Ρωμαίους στον Β΄Καρχηδονιακό πόλεμο χωρίς ωστόσο να του φανεί χρήσιμος, πάλεψε ενάντια στην Αιτωλική Συμπολιτεία, τον μόνιμο σύμμαχο των Ρωμαίων στον Α΄(215-205 π.Χ) και Β΄(200-197 π.Χ) Μακεδονικό πόλεμο, κατέκτησε μεγάλο μέρος της Ελλάδας και επέδραμε σχεδόν σαν πειρατής σε νησιά του Αιγαίου και παραλιακές πόλεις της Μ.Ασίας. Macedonia_and_the_Aegean_World_c.200Έκανε σύμφωνο μη επίθεσης με τον Αντίοχο Γ΄αλλά όταν οι Ρωμαίοι, με τη βοήθεια πολλών ελληνικών πόλεων (ελάχιστους συμμάχους είχε ο Φίλιππος που δεν είχε λόγω των εκστρατειών του και την καλύτερη φήμη) στράφηκαν εναντίον του με πρόσχημα την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων, ο Αντίοχος όχι μόνο δεν τον βοήθησε αλλά και μετά την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές βρήκε την ευκαιρία να του αφαιρέσει κτήσεις του και να παρουσιαστεί ως ρυθμιστής στα ελληνικά πράγματα. Ο Φίλιππος έχασε όλες της τις κτήσεις του εκτός Μακεδονίας, υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση, να παραδώσει τον στόλο του και έστειλε το δεύτερο γιο του, το Δημήτριο, όμηρο στη Ρώμη. Στη συνέχεια όμως επιχείρησε να ανακάμψει παρουσιαζόμενος ως πιστός σύμμαχος των Ρωμαίων ενάντια στον Αντίοχο (που ηττάται στη μάχη της Μαγνησίας), συγκέντρωσε ξανά στρατό και χρήματα, αναδιοργάνωσε και επέκτεινε το κράτος του και περίμενε την ευκαιρία να επαναλάβει την προηγούμενη δράση του. Δεν πρόλαβε όμως. Πέθανε το 179 π.Χ και τον διαδέχτηκε ο γιος του Περσέας με τον οποίο γράφεται ο επίλογος του μακεδονικού κράτους στη μάχη της Πύδνας.

Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του Φιλίππου. Οι μαρτυρίες προέρχονται από τον Πολύβιο, ο οποίος από άποψη αξιοπιστίας κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί Ρωμαίος ιστορικός. Κάπου (όπως σημειώνει στο εξαιρετικό άρθρο του ο Γ.Α. Σαρεγιάννης: «Σχόλια στο ποίημα του ΚαβάφηΗ μάχη της Μαγνησίας’», Αλεξανδρινή Τέχνη, Vol 4, No 8 (1930), σελ. 238-243) τον χαρακτηρίζει “μανιώδη”. Στ’ αλήθεια ο Φίλιππος Ε΄ήταν άνθρωπος παρορμητικός, αθυρόστομος και του πάθους· έμπαινε μέσα σε όλα αν όχι πάντα ασυλλόγιστα, τουλάχιστον ορμητικά και ανεξάντλητο κουράγιο. Ως το τέλος της ζωής του πολέμησε χωρίς ανάπαυση να ξανακάνει τη Μακεδονία μεγάλη και αυτό το εκτίμησαν οι Μακεδόνες που ποτέ δεν τον παράτησαν (όπως έγινε λ.χ με τον Δημήτριο Α΄Πολιορκητή). Ίσως η προσωπική του τραγωδία (εκτέλεσε για προδοσία τον γιό του Δημήτριο το 181 π.Χ, μια υπόθεση που του κόστισε πολύ) να τον οδήγησε στον τάφο το 179 π.Χ, πριν καν κλείσει τα εξήντα.

Γραμμένο το 1913 και δημοσιευμένο το 1916, το ποίημα μπορεί να ενταχθεί σε ένα σύνολο ποιημάτων τα οποία περιγράφουν τη διαρκώς αυξανόμενη κυριαρχία των Ρωμαίων πάνω στα ελληνιστικά βασίλεια που οι βασιλείς τους είτε συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε αθλιότητα και ανικανότητα είτε παρακολουθούν ανήμποροι και απογοητευμένοι τον τροχό της ιστορίας να τους ωθεί προς τα κάτω. Στον πυρήνα της ομάδας αυτής ανήκουν, πέρα από το συγκεκριμένο, ποιήματα όπου η καταθλιπτική ισχύς των Ρωμαίων σκιάζει απειλητικά και ματαιώνει (όταν δεν ακυρώνει εξ αρχής) κάθε σκέψη ή προσπάθεια αντίστασης όπως “Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου” [1910/1916], “Προς τον Αντίοχο ΕπιφανήΝο._49_-_ΠΡΟΣ_ΤΟΝ_ΑΝΤΙΟΧΟΝ_ΕΠΙΦΑΝΗ_(ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ_1926) [1911/1922], “Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.)” [1915/1919], “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια” [1915/1918] αλλά και το επίγραμμα του ανώνυμου Αχαιού για τους γενναίους της Αχαϊκής Συμπολιτείας: “Υπέρ της Aχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες” [1922/1922] καθώς και τη θλίψη του Ιταλιώτη νέου στο “Εις Iταλικήν παραλίαν” [;/1925] μπροστά στο θέαμα των λαφύρων από την Κόρινθο. Στην περιφέρεια πάλι της ίδιας ομάδας βρίσκονται ποιήματα που εστιάζουν περισσότερο στο κλίμα διαφθοράς, απληστίας και υποκρισίας που κυριαρχεί στα (υποτελή σχεδόν στους Ρωμαίους) ελληνιστικά βασίλεια όπως “Οροφέρνης” [1904/1916], “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” [1912/1912], “Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα” [1916/1921] ή τα ατελή “Πτολεμαίος Eυεργέτης (ή Kακεργέτης)” και “Η Δυναστεία”. Αξιοπρόσεκτη η παρουσία τεσσάρων ποιημάτων από τις δυο παραπάνω ομάδες στη θεματική συλλογή Γ10 με ποιήματα ανάμεσα 1905-1915, ήδη με την ίδια σειρά από την θεματική συλλογή Γ6: “Η μάχη της Μαγνησίας”, “Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου”, “Οροφέρνης”, “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”. Το ποίημα:

Η Μάχη της Μαγνησίας
[δημιουργία: 1913/δημοσίευση: 1915]

Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του.
Του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου

σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Κι ο επίλοιπος

βίος του θα διέλθει αμέριμνος. Αυτά ο Φίλιππος

τουλάχιστον διατείνεται. Aπόψι κύβους παίζει·

έχει όρεξι να διασκεδάσει. Στο τραπέζι

βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Τι αν στην Μαγνησία

ο Aντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία

έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια.

Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια.

Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή.

Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ.

Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.

Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη,

ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει.

Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη

είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία.—

Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία.

Ειδολογικά, η κατάταξη του ποιήματος δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη. Το επεισόδιο είναι εντελώς φανταστικό (πουθενά δεν μνημονεύεται κάτι για τις αντιδράσεις του Φιλίππου στο άγγελμα της ήττας του Αντίοχου), τα γεγονότα όμως, τα πρόσωπα και ο ιστορικός περίγυρος ακριβέστατα. Πρόκειται λοιπόν για ένα μάλλον ιστοριογενές ποίημα: όχι ιστορικοφανές διότι ο ήρωας δεν είναι κατασκεύασμα του ποιητή ούτε ψευδοϊστορικό διότι απουσιάζει κάθε αλληγορική ή παραβολική χρήση της ιστορίας· ψυχογράφημα περισσότερο παρά αφορμή για φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ποιητής έχει προσέξει όλες τις λεπτομέρειες στο ποίημα με αξιοσημείωτη ευσυνειδησία, τυπική ωστόσο της καβαφικής μεθοδολογίας. Σημειώνει σχετικά ο Γ.Α. Σαρεγιάννης στο άρθρο του «“Tο πιο τίμιο―την μορφή του”» (1944) εν είδει ανεκδότου:

Μια απόδειξη του σεβασμού του για την ιστορία, είχα ο ίδιος, όταν το 1929 στο Παρίσι έγραφα τα σχόλιά μου για τη «Μάχη της Μαγνησίας» του, νόμισα ότι βρήκα επιτέλους μια πολύ μικρή ιστορική ανακρίβεια και του την έγραψα. H μάχη της Μαγνησίας έγινε τον Δεκέμβριο. Αν υποθέσουμε ότι οι σπουδαίες ειδήσεις την εποχή εκείνη έφθαναν αρκετά γλήγορα, αφού υπήρχαν διάφορα είδη τηλεγράφου, που περιγράφει εκτενώς ο Πολύβιος, τότε η μέρα του Φιλίππου στο Καβαφικό ποίημα θα συνέπιπτε να βρίσκεται κάπου στο τέλος Δεκεμβρίου ή στας αρχάς του Ιανουάριου. Τον Δεκέμβρη όμως ή τον Γενάρη μπορούν να υπάρξουν τριαντάφυλλα στην Πέλλα της Μακεδονίας; Σαν γεωπόνος θα βεβαίωνα πως όχι κι ο στίχος «στο τραπέζι βάλτε πολλά τριαντάφυλλα» μου φαινόταν ιστορικός ανακριβής. Ο Καβάφης μου απήντησε στο γράμμα μου «…Για το ζήτημα των λουλουδιών που με γράφεις. Είναι μέσα στην ιστορική δυνατότητα. Πρόκειται για βασιλέα διαθέτοντα πολύν πλούτον, για τον οποίον τα προφυλακτικά μέσα προς απόκτησιν των εν λόγω λουλουδιών το χειμώνα θα ήσαν εύκολα. Αλλ ανεξαρτήτως τούτου, υπήρχε το χειμωνιάτικο εξαγωγικό εμπόριον των λουλουδιών αυτών από την Αίγυπτο. Γνωρίζομεν ότι η Αίγυπτος έκαμνεν εξαγωγήν ρόδων εις την Ιταλίαν Καβάφης33το χειμώνα. Τον 1ον αιώνα μ.Χ. η Ιταλία δια τελειοτέρας καλλιέργειας έγινεν αυτάρκης και είχε δικές της rosae hibernae (= χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα).»

Δεν είναι ασυνήθιστο το μέτρο και η ομοιοκαταληξία στα καβαφικά ποιήματα, ακόμα και στην περίοδο της ωριμότητας από το 1910 και μετά. Έχει αναφερθεί ήδη η ενδιαφέρουσα στιχουργική του “Προς τον Αντίοχο Επιφανή” και οι χτυπητές, αν και όχι συστηματικές, ομοιοκαταληξίες του. Το ίδιο ισχύει σε μικρότερο βαθμό για το “Εις Iταλικήν παραλίαν“. Μένοντας στα ποιήματα που κυριαρχεί η βαριά σκιά των ρωμαϊκών λεγεώνων ξεχωρίζουν οι ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες του “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια” (αν και το ιαμβικό μέτρο δεν ακούγεται καθαρά, τουλάχιστον όσο στη “Μάχη της Μαγνησίας”) όπως και οι σταυρωτές ομοιοκαταληξίες στο “Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα” αλλά και οι ακατάστατες εκείνες στην πρώτη στροφή του “Καισαρίωνα“. Σε σύγκριση με τα προηγούμενα, η ομοιοκαταληξία στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πολύ πιο συστηματική και πλούσια (δύο συλλαβές και πάνω) με εξαίρεση τις φτωχότερες ομοιοκαταληξίες στο τέταρτο και στο τελευταίο δίστιχο. Το μέτρο επίσης είναι σταθερά ιαμβικό: δεκαπεντασύλλαβος με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως οι προπαροξύτονοι ενδεκασύλλαβοι του πρώτου δίστιχου και οι δεκαεπτασύλλαβοι του τελευταίου καθώς και ένας ορφανός δεκατρισύλλαβος στον έκτο στίχο. Ενδιαφέρουσες ακόμα παραλλαγές του κλασικού παροξύτονου δεκαπεντασύλλαβου είναι τα ζεύγη των προπαροξύτονων δεκαεξασύλλαβων του δεύτερου δίστιχου και των οξύτονων δεκατετρασύλλαβων του έκτου δίστιχου. Από την άλλη δε λείπουν κάποιες άκομψες συνιζήσεις, οι τομές στο μέτρο τηρούνται μάλλον σπάνια, οι διασκελισμοί είναι πάμπολλοι και η γνωστή διαίρεση του στίχου σε δυο ημιστίχια δεν είναι διόλου σταθερή. Είναι φανερό ότι, όπως συνηθίζει ο ποιητής, η παραδοσιακή μορφή του στίχου υπάρχει μόνο για να υπονομευτεί, να ανατραπεί, να μεταμορφωθεί τελικά σε πεζολογία. Σκέφτομαι συχνά πως για χρόνια, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ίδια καβαφικά ποιήματα, πολύ λίγο είχα προσέξει πως κάμποσα ήταν, στους τύπους τουλάχιστον, παραδοσιακά ποιήματα. Και είναι αυτό μια σημαντική επιτυχία του ποιητή. Διασκελισμοί, παρατονισμοί, μετρική αστάθεια ή ασυνέχεια, τυχαίες ομοιοκαταληξίες ή ειρωνική χρήση τους είναι μηχανισμοί που συστηματικά χρησιμοποιήθηκαν για να επιφέρουν βαθιές ρωγμές στην στιχουργική παράδοση, έτσι που στην περίπτωση του Καβάφη – και του Καρυωτάκη αλλά με άλλους όρους – δίκαια μπορούμε να μιλάμε για “ανανεωμένη παράδοση” ή και πρωτοπορία ακόμη, όπως είχα αναφέρει παλιότερα.

Θα περίμενε κανείς πως σε ένα συμπόσιο ο ποιητής θα επέλεγε (όπως άλλωστε γίνεται στο μεταγενέστερο (1920) “Νέοι της Σιδώνας” που σχολίασα εδώ), να ξεκινήσει με μια περιγραφή του χώρου και των συμποσιαστών πριν περάσει στα λόγια και στις αντιδράσεις τους. After the battle of MagnesiaΜια κίνηση δηλαδή από έξω προς τα μέσα, από τον χώρο και τα πράγματα προς τις αντιδράσεις και συναισθήματα. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: το ποίημα θέτει ως αφετηρία την ψυχολογική κατάσταση του Φιλίππου και στη συνέχεια εναλλάσσει διαρκώς το μέσα με το έξω, τα άρρητα συναισθήματα του ήρωα με τις λεπτομέρειες του συμποσίου. Και αυτή η εναλλαγή σε συνδυασμό με τους διαρκείς διασκελισμούς κατατάσσει το ποίημα στα δυσκολότερα στον εντοπισμό ευδιάκριτων νοηματικών ενοτήτων. Από την άλλη βέβαια, αυτό είναι και μέρος της γοητείας του.

Επιχειρώντας μια πρόχειρη και για καθαρά πρακτικούς λόγους διαίρεση σε νοηματικές περιοχές, η αφετηριακή πρώτη καλύπτει το θέμα της απώλειας, της ασθένειας, της ήττας ουσιαστικά του Φιλίππου. Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι συν τον μισό πέμπτο τονίζουν με κάθε τρόπο το θέμα αυτό: πρώτη λέξη στο ποίημα το ρήμα “έχασε” ενώ οι θετικές ιδιότητες που ακολουθούν (ορμή, θάρρος) αναιρούνται από την ίδια τη συντακτική τους θέση (αντικείμενα στο “έχασε”) αλλά και από το επίθετο “παλιά” ορμή (που μοιάζει να καλύπτει με το εύρος του και το “θάρρος”). Η εικόνα της απώλειας συνεχίζεται: πέρα από τη φθορά στις ψυχικές αρετές υπάρχει και η φθορά του σώματος, του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου/ σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά ο Φίλιππος μοιάζει ένας άνθρωπος ηττημένος. Ένας άνθρωπος που πλέον θα κοιτάξει να περάσει καλά την υπόλοιπη ζωή του φροντίζοντας κυρίως το σχεδόν άρρωστο σώμα του. Είναι έτσι; Κανέναν λόγο δεν θα είχαμε να αμφιβάλλουμε στο ελάχιστο εάν δεν υπήρχαν το σχεδόν και το κυρίως που μετριάζουν προσεκτικά τις προηγούμενες κατηγορηματικές ρήσεις. Ας προσέξουμε επίσης την ομοιοκαταληξία: θάρρος του/ άρρωστου.

Θεωρώ ότι μόνο στο ποίημα Ο Δαρείος εμφανίζεται πιο αριστοτεχνικός αφηγητής-σχολιαστής. Η διαρκής κατάδυση στο βυθό των συναισθημάτων του ήρωα και επιστροφή στην κύρια αφήγηση, η δυσδιάκριτη εναλλαγή ελεύθερου πλάγιου λόγου (ΕΠΛ) και τυπικής τριτοπρόσωπης αφήγησης, ο διακριτικός σχολιασμός των σκέψεων του ήρωα, καθιστούν το ποίημα υπόδειγμα χρήσης ΕΠΛ και ψυχογραφικής ικανότητας. Οι τριτοπρόσωπες διαβεβαιώσεις για τον παροπλισμό του ήρωα και την απόσυρσή του από την ενεργή δράση μετριάζονται ως προς την έντασή τους, όπως είδαμε παραπάνω, με τα επιρρήματα κυρίως και σχεδόν ενώ το σχετικό σχόλιο του αφηγητή που ακολουθεί εδραιώνει τις αμφιβολίες μας: Αυτά ο Φίλιππος/ τουλάχιστον διατείνεται. Με το σχόλιο αυτό ξεκαθαρίζουν δυο πράγματα. Πρώτα ότι η περιβόητη αδυναμία του Φιλίππου είναι αυτούσιες δικές του φράσεις (μονόλογος; αποστροφή στους συνδαιτυμόνες;) που μεταφέρει με σχετική ακρίβεια στο δικό του τρίτο πρόσωπο ο αφηγητής-σχολιαστής. Έπειτα ότι όλα δεν πρέπει να τα πάρουμε τοις μετρητοίς καθώς ο ίδιος ο αφηγητής αμφιβάλλει και μας μεταφέρει την αμφιβολία του: Αυτά ο Φίλιππος/ τουλάχιστον διατείνεται. Λέξη άπαξ στο καβαφικό corpus το “διατείνεται” βαραίνει ακόμη περισσότερο με το επίρρημα “τουλάχιστον” που προηγείται. Όλα τα προηγούμενα είναι ισχυρισμοί του Φίλιππου· μπορεί να ισχύουν, μπορεί και όχι. Έτσι δηλώνει πάντως. Και ο αφηγητής, αφού υπονόμευσε τις όποιες βεβαιότητες έχτισαν στον αναγνώστη οι πρώτοι τέσσερις στίχοι, νίπτει τας χείρας του και στρέφεται προς το συμπόσιο που μόλις ξεκινά.

Δείχνει κεφάτος ο Φίλιππος στην αρχή της δεύτερης νοηματικής περιοχής – το σχολιάζει και ο αφηγητής: Aπόψι κύβους παίζει· έχει όρεξι να διασκεδάσει. Και η επιβεβαίωση έρχεται με την άμεση, πρωτοπρόσωπη εντολή του ήρωα: Στο τραπέζι/ βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Ξενίζει ίσως η αμεσότητα του πρώτου προσώπου στο σημείο αυτό μετά τη συνεχή τριτοπρόσωπη αφήγηση που προηγείται. Ωστόσο στο σημείο αυτό κορυφώνεται όλη η σκηνοθεσία που έχει στήσει ο Φίλιππος για να πείσει τους άλλους και τον εαυτό του μαζί ότι δεν τον νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από την καλοπέρασή του. Τα τριαντάφυλλα, δυσεύρετα στη Μακεδονία τον χειμώνα, εισαγόμενα πιθανότατα από Αίγυπτο, είναι το σύμβολο και απόδειξη του πλούτου και της καλής ζωής που εκθέτει ως βιτρίνα, ως δήθεν ιδανικό του ο ήρωας. Πίσω από τη βιτρίνα, πίσω από αυτά που δείχνει και ισχυρίζεται, η εικόνα είναι διαφορετική: στη Μαγνησία ο Αντίοχος καταστράφηκε.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν μετά την εντολή του Φιλίππου Στο τραπέζι/ βάλτε πολλά τριαντάφυλλα το λόγο παίρνει ξανά ο αφηγητής ή ακολουθεί σε πρώτο πρόσωπο ο (εσωτερικός μάλλον) μονόλογος του ήρωα. Πιθανότατα ισχύει το δεύτερο, άλλωστε η κάπως απότομη μετάβαση από το τρίτο πρόσωπο στο πρώτο ίσως να εξυπηρετούσε και αυτόν τον στόχο, μια αδιαμεσολάβητη πλέον καταγραφή των σκέψεων και συναισθημάτων του Φιλίππου. Bronze from PergamonΤα οποία ξεκινούν αρχικά ως ενόχλησή του, διάθεση να αποφύγει το σχολιασμό της είδησης της ημέρας: Τι αν στην Μαγνησία/ ο Aντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία… Η ρίμα Μαγνησία/πανωλεθρία (αν και όχι απόλυτα πετυχημένη) συνοψίζει εκφραστικότατα το συμβάν και φανερώνει ότι, όσο και να καμώνεται τον αδιάφορο (Τι αν…), ο Φίλιππος προβληματίζεται για το γεγονός. Δεν πρόκειται για μικρή ζημιά καθώς Λένε πανωλεθρία/
έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια. Διόλου τυχαίες οι λέξεις που επιλέγει ο ποιητής: κατεστράφηκε, πανωλεθρία (λέξη άπαξ και εδώ) έπεσε vs λαμπρού στρατεύματος, πλήθια. Γιγάντια τα μεγέθη και μάλιστα η λέξη “πλήθια” ως τέτοια εμφανίζεται άπαξ εδώ ενώ δεν είναι ασυνήθιστη στον ενικό (πλήθος). Ως ομοιοκαταληξία με το “αλήθεια” αλλά επιπλέον και για λόγους εντύπωσης.

Καθώς αυξάνεται η δυσφορία του Φιλίππου στη σκέψη ότι, ενώ αυτός διασκεδάζει, στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας έχει συντελεστεί μια γιγάντια καταστροφή, μια κολοσσιαία ήττα του ελληνισμού με αλυσιδωτές αντιδράσεις για όλον τον ελληνικό κόσμο (και τα δικά του σχέδια), ξεκινά ένας ψυχολογικός αντισταθμιστικός μηχανισμός. Πρώτη αντίδραση του ήρωα στο πλέγμα των ενοχών του μπροστά στο άγγελμα της καταστροφής (συνεργάστηκε ως σύμμαχος, έστω και εξαναγκασμένος, με τους Ρωμαίους και επιπλέον τέτοια μέρα ετοιμάζεται για γιορτή) είναι η διάθεση να αμφισβητηθεί το εύρος της καταστροφής: Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια. Ας προσέξουμε εδώ το ότι από εδώ και ως το τέλος του μονολόγου οι φράσεις γίνονται πια κοφτές, γρήγορες, νευρικές, όπως οι σκέψεις του προβληματισμένου Φίλιππου. Ενδόμυχα ίσως να προτιμούσε μια οριακή ήττα του ενός ή του άλλου αντιπάλου στη Μαγνησία που θα του επέτρεπε να κερδίσει χρόνο για τα σχέδιά του. Ίσως και νίκη του Αντίοχου που τον προτιμά για αντίπαλο, καθώς η σύγκρουση μαζί του δεν έχει το δραματικό χαρακτήρα ζωής και θανάτου όπως με τους Ρωμαίους. Όχι πάντως τους Ρωμαίους που τώρα γίνονται παντοδύναμοι. Είναι η χειρότερη για τον Φίλιππο εξέλιξη. Και όχι μόνο για λόγους πολιτικής.

Δεύτερη αντίδραση που συμπληρώνει αλλά και προσπαθεί ταυτόχρονα να πάρει αποστάσεις από την πρώτη είναι το Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή. Μακάρι λοιπόν να μην είναι αλήθεια γιατί εχθρός μεν ο Αντίοχος αλλά μια φυλή. Ραγίζει στο σημείο αυτό το προσωπείο της αδιαφορίας και καλοπέρασης που έχτισε με τόσο κόπο ο Φίλιππος σε όλο το προηγούμενο ποίημα. Δεν ξεχνά ούτε στιγμή ο Φίλιππος ποιος είναι ο ίδιος και ο Αντίοχος και ποιος ο αληθινός εχθρός. Ο όρος “φυλή” εμφανίζεται ξανά (ή καλύτερα: πριν) μόλις σε ένα ποίημα, το “Στην εκκλησία” (1906/1912) που επίσης περιλαμβάνεται στις θεματικές συλλογές Γ6 και Γ10 (κατά Σαββίδη). Η χρήση του εκεί φωτίζει και το περιεχόμενό του: όχι την ιδιαίτερη καταγωγή (Μακεδόνες) αλλά την εθνικότητα, όπως ακριβώς έγραψε και ο Αχαιός για τους πεσόντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας: «Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε. Η ήττα στη Μαγνησία δεν είναι ήττα του Αντίοχου αλλά της φυλής, του έθνους.
Κάπου εδώ ωστόσο είναι και τα όρια της λύπης του Φιλίππου· τουλάχιστον τα όρια που επιτρέπει ο ίδιος στον εαυτό του και στην έξω εικόνα του καθώς ραγίζει μεν το προσωπείο της αδιαφορίας αλλά δε σπάει: Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ούτε μπορεί ούτε και θέλει ο Φίλιππος να πάει πέρα από το είθε. Πολλά τον εμποδίζουν και όχι μόνο η σχέση του με τους Ρωμαίους. Είναι και η ως τώρα στάση του Αντίοχου, οι προσβολές του και η ύπουλη στάση του όταν ο ίδιος πάλευε ενάντια στους Ρωμαίους. Είναι ίσως κιόλας πολύ το “είθε” όταν ο Αντίοχος δε σεβάστηκε όχι μόνο τον Φίλιππο αλλά την ίδια τη γενέτειρά τους, τη Μακεδονία, που κατάντησε στην πράξη υποτελής στους Ρωμαίους εφτά χρόνια πριν. Αυτά ο Φίλιππος δε μπορεί να τα συγχωρέσει. Αυτά γυρνάνε τώρα στο νου του. Μας τα περιγράφει αναλυτικότερα και γλαφυρότερα ο Σαρεγιάννης

Έλληνες ίσως ήταν. Μα όταν αυτός αγωνίζονταν κ’ ήταν όλος αφοσιωμένος στον πόλεμο των Ρωμαίων, ό συμ­πατριώτης τον ο Αντίοχος τον έπερνε μία μία πίσω από την ράχη τον, άνανδρα τες πόλεις τες δικές του και εις τη Θράκη και εις την Μικράν Ασία. Κι αν ήταν μόνον αυτά; Μα κι όταν ήλθε στην `Ελλάδα, πριν βεβαιωθεί αν είχε τον Φίλιππο εχθρό για φίλο, σ ένα τυχοδιώκτη από την Μεγαλόπολι, σ έναν Αλέξανδρο δήθεν απόγονο τον Μεγάλου Αλεξάνδρου, υποσχέθηκε τον Θρόνοι της Μακεδονίας. Και το χειρότερο· μπορούσε να το λησμονήσει; Επήγε στας Κυνός Κεφαλές και σκέπασε επιδεικτικά με χώμα τα κόκκαλα των Μακεδόνων που έπεσαν εκεί, την Ρώμη πολε­μώντας. Ποιό μεγάλη ταπείνωσι ό Φίλιππος δεν είχε αισθανθεί. Τους Μακεδόνες του ό Αντίοχος ήθελε να τον κλέψει !

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αναλαμβάνει ξανά μετά τον ήρωα τα ηνία της αφήγησης καθώς με την ψυχρότητα στον στίχο 12, ο πρωτοπρόσωπος μονόλογος έχει εξαντλήσει την όποια θερμότητά του άρα και την αφηγηματολογική του χρησιμότητα. Όμως και πάλι η επιστροφή του σταδιακά νοθεύεται όλο και περισσότερο από τον ΕΠΛ που κερδίζει έδαφος καθώς ο ήρωας παλεύει ανάμεσα στις ενοχές του για το συμπόσιο την ώρα της συμφοράς – που δείχνουν όμως, όπως είδαμε πριν, να υποχωρούν – και την αυξανόμενη οργή του στη μνήμη των προσβολών του από τον Αντίοχο. Σχεδόν από τον πρώτο στίχο που οριοθετεί την τρίτη και τελευταία νοηματική περιοχή, τον στίχο 13, ο αφηγητής αρχίζει να ξεθωριάζει μέσα στον εξελισσόμενο εσωτερικό μονόλογο του ήρωα. Όχι, δεν θα αναβάλει τη γιορτή ο Φίλιππος.5-251 Το έχει ήδη από πριν αποφασίσει – μας το είπε: ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ. Επανέρχεται εδώ εξασθενημένο το θέμα της κούρασης και της φθοράς που είδαμε στην αρχή (Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη) και συνεχίζει να το επικαλείται ο ήρωας ως πρόφαση για την δήθεν καλοπέραση και δήθεν αδιαφορία του για τις πολιτικές εξελίξεις αλλά και πάλι δεν μας πείθει, μάλλον ούτε καν προσπαθεί πια να μας πείσει: η μνήμη του δουλεύει μια χαρά: ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει. Ας σημειώσουμε εδώ πέρα από τη ρητή θεματολογική αντίθεση: κόπωση vs μνήμη και την υπόρρητη της ομοιοκαταληξίας: (δεν θ’) αναβάλει vs (κόπωσις) μεγάλη. Και καθώς η μνήμη κυριαρχεί θεματικά, ανακαλεί τη μαύρη μέρα της ήττας του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές εφτά χρόνια πριν και η παλιά τραγωδία του ελληνισμού μπαίνει δίπλα στη νέα, δε μπορεί παρά να κάνει τις πικρές συγκρίσεις ο ήρωας, συγκρίσεις που κορυφώνουν την οργή του και την τελική του αντίδραση: Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη/είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία. Για άλλη μια φορά η ρίμα παίζει το ρόλο σχολίου, ειρωνικού εδώ: (η μνήμη δεν του) λείπει vs (τι είδους) λύπη. Θλίψη και πίκρα για τον Φίλιππο (πόσο θρήνησαν, τι είδους λύπη είχαν) μαζί με οργή μαζί που κορυφώνεται βίαια: σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία. Ως πρόφαση υφίσταται πια το τρίτο γραμματικό πρόσωπο καθώς εδώ ο (μονό) λογος του ήρωα έχει στην ουσία διαρρήξει κάθε αφηγηματική ουδετερότητα. Τόσο η λέξη “σκουπίδι” (θυμίζω την εύστοχη χρήση της στον μονόλογο του φανατικού χριστιανού στο τελευταίο ποίημα του καβαφικού κανόνα, το Εις τα περίχωρα της Aντιοχείας : Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια) όσο και οι λέξεις “μάνα” και “Μακεδονία” έχουν τέτοιο βάρος και τέτοια φόρτιση που τον πνίγουν, τον συντρίβουν. Μόνη διέξοδος το συμπόσιο και εκεί στρέφεται ο ήρωας σε πρώτο πια πρόσωπο καθώς το τρίτο είδαμε ότι έχει οριστικά αχρηστευτεί: Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία. Νευρικά και επιτακτικά (ας προσέξουμε την προστακτική), με ανυπομονησία και κάποια σπασμωδικότητα (η άνω τελεία και το ασύνδετο σχήμα). Και δε μπορεί παρά να υπογραμμίσουμε και τη μεγάλη, πικρότατη ειρωνεία στη ρίμα του τελευταίου δίστιχου: Μακεδονία – φωταψία· την ώρα μιας μεγάλης συμφοράς.

Κλείνω με μια διαπίστωση. Κανείς δεν κατάλαβε το ποίημα αυτό περισσότερο από τον Σαρεγιάννη. Μόνο αυτός ένιωσε ότι ο Καβάφης δε σκόπευε να κατασκευάσει έναν ασήμαντο, μικροπρεπή βασιλιά αλλά έναν δυνατό ηγέτη έστω και στην παρακμή του, άνθρωπο όμως των παθών, του ύψους και του βάθους ταυτόχρονα, με συναίσθηση του ρόλου του αλλά και ανθρώπινες αδυναμίες που τον καταβάλλουν και τον δείχνουν μικρό στα μάτια όσων βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα. Σε καμιά περίπτωση ο ποιητής δε θα έμπαινε στον κόπο να υπονομεύσει τις διαβεβαιώσεις του ήρωα για την κούρασή του και τη διάθεση να ιδιωτεύσει με εκείνα τα: σχεδόν, κυρίως, διατείνεται για κάποιον αδιάφορο, παραιτημένο από τα πολιτικά βασιλιά, έναν κακιασμένο μεσήλικα παραδομένο στις μικροαπολαύσεις μιας αυλικής καθημερινότητας. Μας δείχνει αντίθετα ότι όλα αυτά είναι κάμποσο θέατρο. Διόλου αδιάφορος δεν είναι ο Φίλιππος και διόλου δε χαίρεται, τι χαρά να κάνει τώρα που γίνονται πανίσχυροι οι Ρωμαίοι. Τι χαρά να έχει ο Δημάρατος, άλλος ένας ήρωας που παλεύει με το παρελθόν του: καμιά στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος· / γιατί χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται /(δεν είναι· δεν το παραδέχεται· /πώς να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του). Αλλά δε μπορεί και να λυπηθεί ο Φίλιππος όταν έζησε τέτοιους εξευτελισμούς από τον Αντίοχο. Μέχρι το “είθε”. Και πολύ είναι.

Ο φάκελος του ποιήματος εδώ:
https://app.box.com/s/niizywvly0g4huefu0teoxof3o3t71n9

  1. Helen Catsaouni – Kavafis and the theatrical represenration of history (Journal of Hellenic Diaspora, vol X, Spring-Summer 1983).
  2. Γ.Α. Σαρεγιάννης – Σχόλια στη Μάχη της Μαγνησίας.
  3. Γεωργία Λαδογιάννη – Τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμίδωρου.
  4. Γιάννης Δάλλας – Καβάφης και ιστορία.
  5. Ελένη Κατσαούνη – Καβάφης και Ιστορία (Γ’ Συμπόσιο Ποίησης).
  6. Ερατοσθένης Καψωμένος – Η αντίληψη του τραγικού και η συνείδηση του προσώπου στον Καβάφη.
  7. Ερατοσθένης Καψωμένος – Η ποίηση και η ποιητική του Κ. Π. Καβάφη.
  8. Ευάγγελος Παπανούτσος – Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός.
  9. Ζωή Βογιάννου – Το επίθετο στον Καβάφη.
  10. Μίμης Σουλιώτης – 58 σχόλια στον Καβάφη.
  11. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης.
  12. Τίμος Μαλάνος – Κ.Π.Καβάφης

 

Δόξα και Θάνατος μιας κάποιας Πολυξένης (Αναδημοσίευση από τα μήλα των Εσπερίδων)

Τα μήλα των Εσπερίδων

Προϊόν διπλής ενοχής, η παρούσα ανάρτηση έρχεται μετά από έξι περίπου μήνες σιωπής. Δεν θα ‘θελα να επεκταθώ στις αιτίες αυτής της σιωπής, διόλου άσχετες πάντως με τα τεκταινόμενα στο χώρο της παιδείας. Ας μείνω στη διπλή ενοχή: το πρώτο σκέλος της έχει να κάνει με την εγκατάλειψη του ιστολογίου, το οποίο μπορώ να πω ότι το αισθάνομαι πια σαν κομμάτι του εαυτού μου. Ξεκίνησα δυο τρία ιστολόγια μετά το παρόν αλλά ποτέ δεν ήταν το ίδιο και τα εγκατέλειψα. 2250363bΊσως να είναι ο χρόνος που διέθεσα σε αυτό, ίσως η οικειότητα με το χειρισμό του, ίσως τέλος το ότι πραγματικά μου άρεσαν πολλές από τις αναρτήσεις μου εδώ, καθώς τις βλέπω τώρα με την απόσταση του χρόνου. Κάτι σαν τον πρώτο έρωτα που δυσκολεύεσαι να τον ξεπεράσεις – και εδώ δεν υπάρχει λόγος να τον ξεπεράσεις. Το δεύτερο σκέλος της ενοχής σχετίζεται με το θέμα της ανάρτησης, το απόσπασμα με τίτλο “Από δόξα και θάνατο” από το μυθιστόρημα Ο εικοστός Αιώνας της Μέλπως Αξιώτη στο εγχειρίδιο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄Γυμνασίου. Για να πω την αλήθεια διόλου δε μου άρεσε το πώς το δίδαξα. Είχα συνεχώς την αίσθηση ότι πολλά μου διαφεύγουν και η τάξη δεν ανταποκρίνονταν όπως συνήθως. Αποφάσισα συνεπώς να επανέλθω στο κείμενο ώστε να επανορθώσω (όσο γίνεται) διαδικτυακά ό,τι δε δούλεψε στην τάξη.

Η Μέλπω Αξιώτη, με έντονα μοντερνιστικό έως και υπερρεαλίζοντα (συζητήσιμο πάντως αυτό) λόγο κατέχει, κυρίως με το μυθιστόρημά της Δύσκολες Νύχτες, μια σημαντικότατη θέση στις ιστοριογραφίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από την άλλη δεν είναι και η ευκολότερη στην ανάγνωση πεζογράφος, με αποτέλεσμα να μην είναι ιδιαίτερα γνωστή πέρα από από τους φιλολογικούς κύκλους. Λόγος λαϊκός, συχνά συνειρμικός, έντονα αυτοβιογραφικός είναι τα χαρακτηριστικά που επισημαίνει ο Mario Vitti ( Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 398-399) για τις Δύσκολες Νύχτες: Η Αξιώτη ενεργοποιεί ένα λόγο που άλλοτε είναι παιδικός, άλλοτε προφορικός και λαϊκός, για να προβάλει μνήμες του απώτερου παρελθόντος της. Οι μνήμες παρουσιάζονται σε μια αλληλουχία εντελώς ελεύθερη, συνειρμική. Γεγονότα και αισθήματα βρίσκονται σε μια διαδοχή ανεξάρτητη από οποιαδήποτε χρονική τάξη. Η Αξιώτη απορρίπτει τους συμβατικούς τρόπους αφήγησης, ρίχνοντας το βάρος στην αυθόρμητη εκφορά του προφορικού λόγου: αξιοποιεί την παραδοσιακή περιουσία της λαϊκής προφορικότητας (λαϊκή σοφία, παροιμιακές εκφράσεις, αυτόματες διαδικασίες), ενώ παράλληλα αφήνεται στους ρυθμούς της εσωτερικής της συγκινησιακής ροής δημιουργώντας ανακόλουθα, ελλειπτικά σχήματα, εμβόλιμες φράσεις. Στην ίδια γραμμή έχει επινοήσει δύο άλλα βιβλία, τη συλλογή ποιημάτων Σύμπτωση (1938) και το αφήγημα Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940): έργα τα οποία υποχρέωσαν την κριτική να μιλήσει για υπερρεαλιστική τεχνική σύνθεσης. Εξίσου ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το έργο της Αξιώτη μπορεί να βρει ο υποψιασμένος (ή…ενοχικός, όπως ο γράφων) φιλόλογος στο ΠΟΘΕΓ και στο ΚΕΓ , απ’ όπου δανείστηκα και το παράθεμα του Vitti.

0001
Συννεφόλεξο με λέξεις του κειμένου. Αφαιρέθηκαν προθέσεις, σύνδεσμοι, επιρρήματα καθώς και αντωνυμίες. Χρησιμοποιήθηκε το εξαιρετικό Tagxedo (http://www.tagxedo.com)

Αντιγράφω επίσης την αναλυτική βιογραφία της από την σελίδα του ΕΚΕΒΙ στο οποίο επίσης υπάρχει και εκτενής εργογραφία της Αξιώτη (το ΕΚΕΒΙ όπως όλοι γνωρίζουμε ήταν υπεύθυνο για την οικονομική καταστροφή του τόπου, γι αυτό και του έβαλαν λουκέτο) ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973) Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. 177048B7F6030628EC951035FE5FC1B9Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Trionet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες.364651 Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. [στη φωτογραφία αριστερά] Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.

Το απόσπασμα “Από δόξα και θάνατο” προέρχεται από το μυθιστόρημά της Εικοστός Αιώνας (1946). Μέχρι τώρα οι απόπειρες να διαβάσω κάτι από Μέλπω Αξιώτη είχαν αποδειχθεί άκαρπες. Οι Δύσκολες Νύχτες δε μου είχαν αρέσει καθώς έκρινα ότι η επιμονή στα αυτοβιογραφικά στοιχεία γινόταν συχνά ανούσια όπως και η ελλειπτικότητα και η προσαρμογή της αφήγησης στην οπτική του παιδιού. Βέβαια τότε (καμιά εικοσαριά και πλέον χρόνια πίσω) η εξοικείωσή μου με το μοντέρνο μυθιστόρημα ήταν σημαντικά μικρότερη αλλά γενικά οι πρώτες εντυπώσεις μένουν και επιμένουν. Αν πάντως υπήρχε κάτι που σταθερά θαύμαζα και θαυμάζω στην Μέλπω Αξιώτη, είναι η συνέπεια στις ιδεολογικές της αρχές. ChakkasΕίναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις στο λογοτεχνικό μικρόκοσμο της βαλκανικής μας επαρχίας που δεν έκανε, κατά τον Μάριο Χάκκα, το ένα και μόνο κουτσό βηματάκι που θα της επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι της. Τα “κουτσά βηματάκια” (εσχάτως αποκαλούνται κωλοτούμπες) που σε συντονίζουν με το ρυθμό των εμβατηρίων είναι πάμπολλα στο χώρο αυτό, κανόνας άλλωστε και όχι εξαίρεση για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι παρήγορο ότι η κακή κατάσταση της υγείας της συντόμευσε τον βιολογικό της κύκλο, απαλλάσσοντάς την από το να ζήσει τα θλιβερά γεγονότα της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και να δει τις οβιδιακές μεταμορφώσεις πολλών πρώην συντρόφων της. Ενίοτε η αμνησία λειτουργεί ευεργετικά για τον ασθενή, όπως και ο θάνατος βέβαια.

Το κείμενο του σχολικού εγχειριδίου μου κίνησε το ενδιαφέρον. Τα δυο επεισόδια που περιλαμβάνει η αφήγηση – μνήμες της ηρωίδας, της Πολυξένης – είναι ιδιαίτερα ακριβή και ζωντανά, η αφήγηση ρέει και δε σκαλώνει πουθενά, οι εικόνες βρίσκουν τις αισθήσεις άμεσα. Πρόβλημα για τους μαθητές η συνεχής κίνηση από το παρόν σε διαφορετικά σημεία του παρελθόντος και ξανά πίσω. Πρόκειται για ανάδρομες αφηγήσεις – μνήμες, οι οποίες φωτίζουν σιγά σιγά το παρελθόν της Πολυξένης. Ακολουθούν στο έργο μια υποτυπώδη χρονολογική σειρά αλλά είναι συχνά ελλειπτικές και με χρονικά χάσματα που καλύπτονται με πολύ συνοπτικές αφηγήσεις. Πρόβλημα επίσης και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, συχνά με ασύνδετο σχήμα έτσι που στην ίδια περίοδο συσσωρεύονται τρεις και τέσσερις εικόνες – μαγευτικό για τον έμπειρο αναγνώστη, δύσκολο για τον μαθητή Γυμνασίου. Είναι σημεία που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα στη διδασκαλία αλλιώς ο μαθητής θα δυσκολευτεί πολύ στην κατανόηση του κειμένου και φυσιολογικά θα χάσει το ενδιαφέρον του. Με μια πρώτη αναζήτηση συνάντησα πολλές αξιόλογες προσεγγίσεις του αποσπάσματος στο διαδίκτυο, κάποιες από τις οποίες παραθέτω στο φάκελο της ανάρτησης (εννοείται πάντα με αναφορά στο blog του δημιουργού). Διαβάζοντάς τες συγκριτικά πρόσεξα κάποιες διχογνωμίες, κυρίως για χρονολογική σειρά των γεγονότων και τους χαρακτηρισμούς στα πρόσωπα. Το πρόβλημα της αποσπασματικότητας στο μυθιστόρημα είναι πάντοτε παρόν: ο διδάσκων πρέπει να γνωρίζει την υπόθεση όσο γίνεται καλύτεραmarc-chagall-blue-donkey-oil-painting γιατί και το πιο “βολικό” απόσπασμα κάπου θα απαιτεί εποπτεία του συνόλου. Και να σημειώσουμε ότι ο Εικοστός Αιώνας δεν είναι από τα μυθιστορήματα με την απόλυτα σφιχτή δομή και στενή αλληλεξάρτηση προσώπων και γεγονότων. Πάντως πολλά “πρέπει” μαζεύονται για τον φιλόλογο που, όπως συχνά λέω, έχει μετατραπεί σε υποζύγιο του σχολείου…

Έψαξα μάταια να αγοράσω το βιβλίο, είναι εξαντλημένο. Τελικά το βρήκα και μέσα στα Χριστούγεννα το διάβασα – το έχω βρει τώρα και σε ψηφιακή μορφή. Άξιζε τον κόπο από πολλές πλευρές. Δε μοιάζει ιδιαίτερα με τις Δύσκολες Νύχτες : εδώ γίνεται προσπάθεια να υπάρξει ένα ενιαίος αφηγηματικός κορμός. Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, μια υποτυπώδης αλλά ευδιάκριτη χρονολογική σειρά από τη γέννηση της Πολυξένης ως την εκτέλεσή της που δίνεται με τη μορφή αναδρομών στο παρελθόν (κάποτε συνειρμικά συνδεδεμένων όπως στο απόσπασμα) και με αφετηρία την τελευταία νύχτα πριν την εκτέλεση της ηρωίδας. Διατηρούνται επίσης στοιχεία αυτοβιογραφίας και ο βιωματικός χαρακτήρας του αφηγηματικού υλικού. Και τέλος το έργο κουβαλάει την μάλλον ενοχλητική στάμπα του “στρατευμένου”

Βέβαια δεν είναι ο χαρακτηρισμός και τόσο άδικος· ορισμένα από τα παραπάνω στοιχεία που το διαφοροποιούν από τις Δύσκολες Νύχτες (κάποια χρονολογική σειρά, λιγότερο ιδιωματικός λόγος) δείχνουν μια διάθεση συμμόρφωσης με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που αναζητά όλο και πιο “ευθύγραμμα” κείμενα, με ευκολία στην κατανόηση και έντονο διδακτισμό. Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κόκορης (Δημήτρης Κόκορης, Όψεις των σχέσεων της Αριστεράς με τη λογοτεχνία στο Μεσοπόλεμο (1927-1936), Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1999, σελ 59):

Οι θεμελιώδεις άξονες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που αποτελούν τις ράγες της λογοτεχνικής δημιουργίας και κριτικής, ανιχνεύονται εμφανώς στα κείμενα των Γκόρκι και Ζντάνοφ και συνοψίζονται στα παρακάτω σημεία: α) Κατεύθυνση της λογοτεχνικής πρακτικής από την ιδεολογία του μπολσεβικισμού. Η τέχνη πρέπει να είναι ετεροκαθοριζόμενη. Η προτεραιότητα δίδεται στην πολιτική και στην ιδεολογία που απορρέει από αυτήν.balias β) Απόρριψη όχι απλώς της αστικής κοινωνίας, αλλά και του αστικού πολιτισμού, άρα και της αστικής λογοτεχνίας. γ) Αποκατάσταση της αξίας της λαϊκής δημιουργίας. Οι καλλιτέχνες οφείλουν να εγκύψουν στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του λαού. δ) Στη λογοτεχνία πρέπει να αποτυπώνεται η επαναστατική εξέλιξη της πραγματικότητας και όχι η πραγματικότητα απλώς να απεικονίζεται φωτογραφικά. ε) Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι παιδευτικός, αποβλέπει στη διαπαιδαγώγηση της μάζας και ιδεολογικά διαπλαστικός. Απαραίτητο είναι να προβάλλεται το μοντέλο του “θετικού ήρωα”. στ) Η μορφή των λογοτεχνικών έργων επιβάλλεται να είναι απλή, ώστε να γίνονται κατανοητά από το λαό τα σοσιαλιστικά μηνύματα της λογοτεχνίας.

Στην παραπάνω κατεύθυνση (θετικός ήρωας) και τα πρόσωπα του κειμένου: τα περισσότερα ξεκάθαρα και μονοδιάστατα θετικά, άλλα πάλι πρόσωπα-ρόλοι, π.χ βιομήχανος, πατέρας, παραμάνα-λαϊκή γυναίκα, λίγα και δευτερεύοντα τα αρνητικά. Τα θετικά πρόσωπα είναι όλα πλην του πατέρα επώνυμα, τα αρνητικά και τα πρόσωπα-ρόλοι όλα ανώνυμα. Ελάχιστες έως ανύπαρκτες οι ψυχογραφικές προσεγγίσεις, καμιά επιμονή στο πώς διαμορφώνονται ιδεολογικά οι ήρωες, επιλογές ζωής και θανάτου μοιάζουν αυτονόητες στην αφήγηση. Για παράδειγμα ποτέ δεν καταλαβαίνει ο αναγνώστης τι ωθεί την βασική ηρωίδα, την Πολυξένη να συνταχθεί ήδη από τη δικτατορία του Μεταξά με τους κομμουνιστές, ενώ κοινωνικά ανήκει μάλλον στη μεσοαστική τάξη. Προφανώς παίζει ρόλο ο έρωτάς της με τον Αιμίλιο αλλά και αυτός ακόμη ελάχιστα προβάλλεται ενώ κυριαρχεί η παράνομη δράση της Πολυξένης. Η ιδεολογική επίσης ταυτότητα της Πολυξένης παραμένει σε όλο το κείμενο υποτυπώδης και οι προσεγγίσεις της στα γεγονότα δείχνουν τις περισσότερες φορές εξαιρετικά απλοϊκές – είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς λ.χ ότι η ηρωίδα στο απόσπασμα του σχολικού εγχειριδίου, οργανωμένη ήδη πέντε ή έξι χρόνια στο ΚΚΕ, συνειδητοποιεί μόλις τον Μάρτιο του 1943 τη διαφορά κόσμων ανάμεσα στους διαδηλωτές και τον δοσίλογο στρατηγό. Macedonia 04061967Κάποιες φορές και ο λόγος της Πολυξένης (κυρίως όταν καταγράφονται σκέψεις της ή όταν χρησιμοποιείται ελεύθερος πλάγιος λόγος) θυμίζει έντονα την παιδικότητα του Δύσκολες Νύχτες – για την ακρίβεια μιας από τις τρεις τουλάχιστον αφηγηματικές φωνές που συνυπάρχουν στο έργο εκείνο. Και σίγουρα είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν ωφελεί ή βλάπτει το έργο η προσθήκη του τελευταίου κεφαλαίου, μετά το θάνατο της Πολυξένης, με την εικόνα του πατέρα και του Αιμίλιου στη φυλακή μετά τα Δεκεμβριανά. Είναι καλογραμμένο μεν και με ξεκάθαρο ιδεολογικό μήνυμα αλλά από άποψη δομής δίνει την αίσθηση του ξένου σώματος, καθώς το έργο είναι χτισμένο γύρω από την Πολυξένη.

Από την άλλη πάλι αξιοσημείωτες είναι και οι αρετές του έργου. Ο λόγος της Μέλπως Αξιώτη διατηρεί μεν πολλά από τα στοιχεία του λαϊκού λόγου αλλά διακρίνεται μια διάθεση εξομάλυνσης προς τον καθημερινό λόγο, έχοντας εγκαταλείψει το δύστροπο ιδιωματικό λόγο που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τις Δύσκολες Νύχτες. Χωρίς να λείπουν οι μεγάλες περίοδοι λόγου με παρατακτική κυρίως σύνδεση, τον τόνο δίνουν (και προκαλούν τις εντυπώσεις) οι υπερβολικά σύντομες περίοδοι λόγου με κοφτές φράσεις και έμφαση στα ρήματα. Μοιάζει συχνά το κείμενο με καταγραφή κινηματογραφικών εικόνων όπου η κάμαρα αεικίνητη γυρνά ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα. Σε δυνατές εικόνες του βιβλίου (και είναι κάμποσες) η τεχνική αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα πετυχημένη. Η αυτοβιογραφικότητα υπάρχει και στον Εικοστό Αιώνα, όμως έχω την εντύπωση πως και λιγότερο εξόφθαλμη είναι και λιγότερο κουραστική (δεν επιμένω πάντως, είναι περισσότερο προσωπική εντύπωση). Επίσης προφανώς έχουμε να κάνουμε με βιωματικό υλικό αλλά το θετικό είναι ότι λογοτεχνική του αποτύπωση είναι υψηλού επιπέδου και ότι, παρά τις όποιες παραχωρήσεις της Μέλπως Αξιώτη στους κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το κείμενο απέφυγε τον σκόπελο του ρηχού διδακτισμού αλλά και του ανούσιου χρονικού. Τέλος, πιο συμβατική και ελεγχόμενη η αφήγηση σε σχέση με τον χειμαρρώδη (έως παραληρηματικό σε αρκετές περιπτώσεις) λόγο στις Δύσκολες Νύχτες.

leukwma25Το απόσπασμα του σχολικού εγχειριδίου περιλαμβάνει δυο μνήμες της Πολυξένης με τη μορφή ανάδρομων αφηγήσεων που καταγράφουν δυο διαφορετικά επεισόδια της Κατοχής: το συσσίτιο των καλλιτεχνών και την πορεία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Στον άξονα της κύριας αφήγησης (άξονας για ολόκληρο το έργο πλην της τελευταίας ενότητας) το βράδυ της 9ης προς 10η Μαΐου 1944 πριν την εκτέλεση της Πολυξένης. Οι δυο αφηγήσεις συνδέονται συνειρμικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, φανερώνοντας έμμεσα και μια διάθεση σύγκρισης: όχι απαραίτητα μόνο μιας αντιηρωϊκής και μιας ηρωικής συμπεριφοράς αλλά ίσως και μιας ηττοπαθούς διάθεσης στην πρώτη αφήγηση που όμως μεταβάλλεται ένα χρόνο μετά σε γενναία και αγωνιστική στάση απέναντι στον κατακτητή στη δεύτερη. Το κύριο πρόβλημα ωστόσο στα δυο αυτά επεισόδια είναι οι χρονικοί δείκτες που περιλαμβάνουν.

Όπως σημείωσα ήδη το έργο έχει έντονο βιωματικό και συχνά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.Τα γεγονότα που περιγράφονται στο απόσπασμα είναι ιστορικά γεγονότα αλλά δεν είναι ιστορία: είναι λογοτεχνία. Η μεταφορά του βιωματικού υλικού στο χώρο της λογοτεχνίας ως πρώτη ύλη του λογοτεχνικού λόγου δεν γίνεται, τις περισσότερες φορές, χωρίς απώλειες σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα. Άλλωστε, άλλες οι ανάγκες της ιστορίας και άλλες της λογοτεχνίας· η πρώτη εστιάζει στην ακρίβεια των γεγονότων, η δεύτερη στις εντυπώσεις από τα γεγονότα. Έτσι λοιπόν οι χρονικοί δείκτες του κειμένου παρουσιάζουν κάμποσα προβλήματα και δεν έχω δει ούτε δυο προσεγγίσεις στο απόσπασμα που να συμφωνούν συνολικά. Χρειάστηκε να διαβάσω και να ξαναδιαβάσω ολόκληρο το έργο για να καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα – επαρκή ή όχι θα το κρίνει ο αναγνώστης.

sisitioΠρώτος χρονικός δείκτης του αποσπάσματος είναι το συσσίτιο των καλλιτεχνών. Με βάση το κείμενο το πρώτο επεισόδιο-ανάδρομη μνήμη διαδραματίζεται στην πρώτη συγκέντρωση για το συσσίτιο (2η παράγραφος του αποσπάσματος). Το συσσίτιο καλλιτεχνών ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1941 στη «Στέγη Καλλιτεχνών» αρχικά για άπορους καλλιτέχνες και σύντομα μεταφέρθηκε, αρχές Σεπτέμβρη του 1941, σε αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου για όλους τους καλλιτέχνες, μια και η πείνα είχε αρχίσει να γίνεται πολύ έντονη. Προφανώς λοιπόν δεν είναι ακριβώς η πρώτη συγκέντρωση· άλλωστε στο κείμενο μιλά για χειμώνα και για τέλος του Φλεβάρη στις δυο πρώτες παραγράφους. Τα συνεργεία όμως που μοίραζαν προκηρύξεις οργανώνονται τον Οκτώβρη του 1941 – ίσως και νωρίτερα, μέσα στον Σεπτέμβρη, πάντως όχι πιο αργά όπως φαίνεται και από τις μαρτυρίες εδώ. Συνεπώς η εντύπωση που κάνει στην Πολυξένη η εμφάνιση του παράνομου τύπου ανταποκρίνεται στην εκδοχή ότι το επεισόδιο σχετίζεται με την πρώτη διανομή συσσιτίου.

Παράνομος τύπος 1941
Παράνομος τύπος 1941 – Από το ψηφιοποιημένο αρχείο του ΑΣΚΙ

Τέλος, με δεδομένο ότι η Πολυξένη τον είχε ύστερα τρία χρόνια, η Πολυξένη, στον κόρφο της. Τον παράνομο εκείνο τύπο (στην 7η παράγραφο) μέχρι τη σύλληψη και εκτέλεσή της, το συσσίτιο δε μπορεί να ξεφεύγει χρονικά από το 1941 – εκτός αν η φράση τον παράνομο εκείνο τύπο δεν εννοεί ειδικά τις προκηρύξεις της ημέρας εκείνης αλλά γενικά αντιστασιακές προκηρύξεις. Συμπέρασμα: στο επεισόδιο της διανομής συσσιτίου στους καλλιτέχνες, αν και μεταφέρεται λίγο-πολύ η ατμόσφαιρα των πρώτων συγκεντρώσεων, εισάγονται ταυτόχρονα εικόνες από μεταγενέστερες με σκοπό τη δραματοποίηση, την ενίσχυση των εντυπώσεων του αναγνώστη (πχ η εικόνα της πρώτης παραγράφου με το κρύο και τις ψείρες – οι ψείρες εμφανίστηκαν σε ευρεία κλίμακα αρχές του 1942 κυρίως εξαιτίας της έλλειψης σαπουνιού).

Ο δεύτερος χρονικός δείκτης περιλαμβάνεται στο δεύτερο επεισόδιο-ανάδρομη αφήγηση και βρίσκεται στη φράσηpalamask Δε χάθηκαν όπως τότε, σ’ εκείνη την κηδεία που ήταν σαν το θέατρο που σκολά, και σκορπίζεις. Η αναφορά προφανώς σχετίζεται με την κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου 1943. Η κηδεία εκείνη υπήρξε μια σιωπηλή διαδήλωση ενάντια στη γερμανική Κατοχή και την κυβέρνηση δοσιλόγων, με αποκορύφωμα το ποίημα του Σικελιανού αλλά δεν είχε ούτε τον δυναμισμό ούτε τη συντροφικότητα και μαζικότητα εκείνης της 5ης Μαρτίου του 1943.

Τρίτος κατά χρονική σειρά δείκτης η απεργία και η πορεία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση στις 5 Μαρτίου 1943. Το γεγονός αυτό καλύπτει ολόκληρο το δεύτερο επεισόδιο του αποσπάσματος και η περιγραφή του είναι ακριβέστατη, όπως μπορεί κανείς να εξακριβώσει από σχετικές μαρτυρίες (χρήσιμο και το οπτικό υλικό εδώ). Αναφέρονται η παρουσία των εξόριστων (μπροστά τους με τη σημαία ο Αιμίλιος, ο σύντροφος της Πολυξένης που τον βλέπει για πρώτη φορά μετά την απόδρασή του από την εξορία) και των αναπήρων. epistratefsi1943Και πάλι αξιοθαύμαστη η λιτότητα, η ταχύτητα (θυμίζει εδώ όσο πουθενά αλλού κινηματογραφική κάμερα) αλλά και η ζωντάνια της αφήγησης που μέσα σε λιγότερο από 450 λέξεις καταφέρνει να χωρέσει δεκάδες εικόνες και συναισθήματα με μια υποδειγματική χρήση της γλώσσας και με αριστοτεχνική εναλλαγή μικροπερίοδου και μακροπερίοδου λόγου/παρατακτικής σύνδεσης (και σχεδόν μηδενική χρήση υποτεταγμένου λόγου). Το απόσπασμα αυτό είναι από τα καλύτερα σημεία του μυθιστορήματος και η συγκεκριμένη επιλογή των συντακτών του σχολικού βιβλίου είναι εξαιρετικά επιτυχής.

Η εκτέλεση της Πολυξένης δεν υπάρχει στο απόσπασμα αλλά προοικονομείται στα λόγια της Πολυξένης: Δεν πειράζει, είπε η Πολυξένη, σάμπως θα μου ξαναχρειαστεί το χέρι μου; Αύριο δε θα υπάρχω. Το πρόβλημα βρίσκεται στο πότε είναι το “αύριο”. Φαίνεται από αναφορές στο κείμενο ότι η εκτέλεση γίνεται Μάιο, άρα πρόκειται για τον Μάιο του 1944 (τρία χρόνια μετέφερε πάνω της η Πολυξένη τον παράνομο τύπο με τον οποίο τη συνέλαβαν). Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι γίνεται δυο μέρες μετά την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών – σχεδόν όλοι φυλακισμένοι από την εποχή του Μεταξά – την 1η Μαΐου 1944. Στη σελίδα 133 του βιβλίου που περιγράφεται η εκτέλεση των διακοσίων γράφει : Είδαν και την Πρωτομαγιά προχτές. Το φονικό. Η Πολυξένη καθώς οδηγείται στον θάνατο θυμάται τις εικόνες που έβλεπε από το γυναικείο θάλαμο με τους μελλοθάνατους να φεύγουν από το Χαϊδάρι για την Καισαριανή τραγουδώντας. Και πράγματι, στις 3 Μαΐου 1944 εκτελούνται 18 γυναίκες από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Όμως στην περιγραφή της εκτέλεσης στη σελίδα 134 μιλά για δέκα γυναίκες: Δέκα γυναίκες ακούσαν τ’ όνομά τους. Η εκτέλεση των δέκα γυναικών έγινε τη 10η Μαΐου 1944. nikosglezosΚαι κατά πάσα πιθανότητα αυτή είναι και η σωστή ημερομηνία γιατί στο πρόσωπο της Πολυξένης η Μέλπω Αξιώτη (στο χρονογράφημά της “Χερ Ντοκτόρ” δημοσιευμένο στα Ελληνικά Γράμματα ανάμεσα 1945-1946) απεικονίζει κάποια χαρακτηριστικά μιας φίλης της, της Μάρως Μάστρακα που εκτελέστηκε τη 10η Μαΐου 1944 έχοντας κάνει την ίδια διαδρομή με την Πολυξένη: από την Ασφάλεια στους Γερμανούς και από εκεί στο Χαϊδάρι. Μάλιστα και το σπασμένο χέρι της Πολυξένης που δένει στραβά μέσα στη φυλακή ταιριάζει στην παραπάνω εκδοχή καθώς δηλώνει ότι μεσολαβεί αρκετός χρόνος ανάμεσα στη σύλληψη και εκτέλεση της Πολυξένης όπως και της Μάρως Μάστρακα. Επίσης το “προχτές” μπορεί και να σημαίνει “τις προάλλες” ή “πριν λίγες μέρες”, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί κυριολεξία. ektelesiΠάντως εδώ η σύγχυση είναι δικαιολογημένη γιατί πολλά κείμενα που γράφονται αμέσως μετά την Κατοχή και στις τότε ανώμαλες συνθήκες (βέβαια και πότε ήταν ομαλές οι συνθήκες στον τόπο τούτο;) γράφονται από μνήμης χωρίς πρόσβαση σε αρχεία και καταλόγους ούτε και ελέγχονται απόλυτα για την ακρίβειά τους. Και αλλού ο αριθμός των εκτελεσμένων γυναικών την ίδια αυτή ημέρα (10 Μαΐου) διαφέρει, άλλωστε όλο το Μάιο του 1944 δεν έπαψαν οι εκτελέσεις. Υποψιάζομαι τέλος ότι η μείξη των δύο ημερομηνιών δεν είναι τυχαία καθώς από τη μια η εκτέλεση της Πολυξένης πρέπει να δείχνει ως συνέχεια εκείνης των διακοσίων συντρόφων της (και άρα όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτή) ενώ από την άλλη πρέπει να αποδοθεί ο φόρος τιμής στη Μάρω Μάστρακα. Κλείνω τις παραπάνω (σχολαστικές ομολογουμένως) παρατηρήσεις με μια αμοιβή για τον υπομονετικό αναγνώστη: μια χρονογραμμή που κατασκεύασα με την παρατήρηση ότι για τον Σεπτέμβριο του 1941 μπήκε μια τελείως συμβατική ημερομηνία. Κρίμα που δε μπορώ να την ενσωματώσω στη σελίδα, υπάρχουν περιορισμοί του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου στη χρήση του iframe. http://www.dipity.com/pantsal/dt*fe64a2dcf5ba573f/

Ως συνήθως δεν θα σχολιάσω ολόκληρο το απόσπασμα, άλλωστε υπάρχουν πολύ καλές δουλειές συναδέλφων που το κάνουν αυτό σχολαστικά.

Επιλέγω μόνο κάποιες λεπτομέρειες. Η εικόνα των εξαθλιωμένων καλλιτεχνών που συνωστίζονται και φωνάζουν στο συσσίτιο καθώς και εξαναγκασμένη συναδέλφωση των μέχρι πρότινος ακατάδεχτων και σνομπ πνευματικών ανθρώπων δείχνει πολύ περισσότερα απ’όσα συνήθως προβάλλονται ως ερμηνεία. Προφανώς και υπάρχει ειρωνεία και μάλιστα σκληρή ιδίως στις φράσεις: Ήρθανε γεροντάκια, που τα είχε λησμονήσει ο κόσμος και ο χάροντας. Ήρθανε νέες περσινές, κουκουλωμένες με μποξά. Ήτανε χτεσινές δόξες, που ακούμπησαν σε μια γωνιά και ρούφηξαν τον ντενεκέ δημόσια, μπροστά σ’ όλους, δεν είχανε υπομονή να τον πάνε σπίτι τους. Ήτανε κάποιοι που δεν έδειχναν την παλάμη τους σ’ άνθρωπο, και την άπλωναν τώρα γυρεύοντας ψωμί, ψωμί. Κι έκοψαν μερικοί καταμεσής το στίχο, για να έρθουν, κι όσοι ως τώρα εξέρονταν μόνο μες στα χαρτιά, βλέπονταν στο πρόσωπο. Το είχε προσέξει και ο Καρυωτάκης και το στηλίτευσε στην – πικρή πάντως – σάτιρά του [Όλοι μαζί]

Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα. Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις. Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις ανεβήκαμε στ’ άστρα τ’ ουρανού.

Polyxeni
Ένα ακόμα συννεφάκι με τις λέξεις της ανάρτησης πάνω στο πρόσωπο της Μέλπως Αξιώτη. Κράτησα κυρίως ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα. Χρησιμοποίησα και πάλι το Tugxedo

Όμως κάπου εδώ βρίσκονται και τα όρια αυτής της ερμηνείας. Δεν έχει σκοπό η συγγραφέας να εξευτελίσει τους καλλιτέχνες. Στόχος της είναι να προβάλλει την εξαθλίωση και τον εξευτελισμό του ανθρώπου από την πείνα και το κρύο: Κολλούσαν ψείρα και θερμότητα, ο ένας απ’ τον άλλον. Άλλωστε μια εικόνα σαν εκείνη με το τενεκεδάκι για τον μεγάλο Σικελιανό μόνο θλίψη προκαλεί: «Άγγελος Σικελιανός». Ήτανε το πρώτο όνομα. Μια γυναίκα προχώρησε, ξεσκέπασε τον ντενεκέ, της έριξαν δυο κουταλιές. Ήτανε το φαΐ του. Του Άγγελου Σικελιανού. Η αίσθηση που δίνουν οι δυο τελευταίες προτάσεις είναι της λύπης, της πίκρας. Αλλά μέσα στην αθλιότητα υπάρχει και ο σπόρος του αγώνα με τον παράνομο τύπο να διανέμεται χέρι με χέρι. Ο παράνομος τύπος γίνεται το μέσον για το συνειρμικό πέρασμα από το επεισόδιο του συσσιτίου στο παρόν της Πολυξένης στη φυλακή καθώς με αυτόν πάνω της τη συλλαμβάνουν, τη βασανίζουν και τη φυλακίζουν. Αμέσως μετά ακολουθεί το δεύτερο επεισόδιο το οποίο συνδέεται πολλαπλά με το πρώτο. Κυρίως αντιθετικά: οι εξαθλιωμένοι και ηττημένοι καλλιτέχνες στο πρώτο επεισόδιο, οι αποφασισμένοι Rizos02071945και ξεσηκωμένοι άνθρωποι του λαού στο δεύτερο (εξόριστοι, ανάπηροι, φτωχόκοσμος από τις προσφυγικές συνοικίες, φοιτητές). Εικόνα αθλιότητας στην πρώτη, εικόνα αγωνιστικότητας και παλμού στη δεύτερη. Ατομισμός ή συντροφικότητα εξαναγκασμένη και υπό το κράτος της πείνας στην πρώτη, αλληλεγγύη, αλληλοϋποστήριξη και κοινό υψηλό φρόνημα στη δεύτερη με το όραμα του κοινού αγώνα. Νεκροί από την πείνα τον χειμώνα 41, νεκροί από σφαίρες του κατακτητή την άνοιξη του 43. Από την άλλη υπάρχουν και κάποιες ομοιότητες στα αρνητικά πρότυπα: ο πρόεδρος στην πρώτη ενότητα με την έπαρση και τον αυταρχισμό της εξουσίας που του δίνει η διανομή του συσσιτίου, ο στρατηγός με τα σκυλιά στη δεύτερη, αδιάφορος και αμέτοχος στο λαϊκό αγώνα. Πιστεύω ότι εδώ βρίσκεται και η πιο δυνατή εικόνα του αποσπάσματος καθώς η Πολυξένη κοιτάζει – κορυφαία η περιγραφή – με τα δυο τρύπια μάτια της από δόξα και θάνατο τον δοσίλογο στρατηγό που γυρνά με τα σκυλιά του, ασυγκίνητος για το αίμα που χύνεται πιο πέρα, και βλέπει το χάος που χωρίζει εχθρούς και φίλους. Βλέπει τον εμφύλιο που πλησιάζει γοργά.

Για επίλογο η Καταχνιά του Χρήστου Λεοντή: Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια https://youtu.be/OWUQYvqIKyA

Στον φάκελο [ https://app.box.com/s/aymorpqnf9d70ztvr3jubsq4qv8aqot5] της ανάρτησης κάποια (χρήσιμα) άρθρα για την Μέλπω Αξιώτη, τη ζωή και το έργο της τρία εξαιρετικά ενδιαφέροντα βίντεο για τον Αντιστασιακό τύπο, την πορεία ενάντια στην επιστράτευση και το Εποχές και Συγγραφείς για την συγγραφέα. Επίσης υλικό για τη συμμετοχή των καλλιτεχνών στην αντίσταση και δυο κείμενα για την 5η Μαρτίου 1943. Λίγο φύρδην μίγδην όλα αλλά θα τα συμμαζέψω αργότερα. Μικρό δώρο το Θυσιαστήριο της Λευτεριάς που εκδόθηκε Μάη του 1945 και το κατέβασα από τον εξαιρετικό ιστότοπο XYZ Contagion