Η προηγούμενη ανάρτηση ήταν ουσιαστικά εμβόλιμη και εκτός προγράμματος. Είχα ξεκινήσει να γράφω για το «Πάρθεν», το ποντιακό δημοτικό τραγούδι στο σχολικό βιβλίο των Νέων Ελληνικών Α΄Λυκείου και με αφορμή αυτό θα περνούσα στο «Πάρθεν» του Καβάφη. Με προβλημάτισε ωστόσο πολύ το καβαφικό ποίημα: αν και ανέκδοτο (από τα “κρυμμένα”, όπως τελικά ονόμασε τα ανέκδοτα ο Γ.Π.Σαββίδης), είναι από εκείνα που άνετα θα έμπαιναν στον κανόνα των 154 ποιημάτων. Η οργανική ενσωμάτωση σε αυτό αποσπασμάτων από δύο δημοτικά τραγούδια, δηλαδή γλωσσικού υλικού τελείως ασύμβατου (το ποντιακό τουλάχιστον) με την γλώσσα του ποιήματος-φορέα, ξενίζει κάπως: παράδοση και ανανεωμένη παράδοση συνδυασμένες παράγουν εδώ ένα αποτέλεσμα τελείως πρωτότυπο. Θα το έλεγε κανείς σχεδόν μεταμοντέρνο, αν δεν προηγούνταν χρονικά του μοντερνισμού. Μήπως αυτή η πρωτοτυπία τελικά καταδίκασε το ποίημα σε αφάνεια; Δύσκολα θα απαντούσε κανείς σε αυτό το ερώτημα με ένα ναι ή όχι, ωστόσο πριν ξεκινήσω θεώρησα απαραίτητο να γράψω δυο λόγια για τα πειράματα στη ράχη της λογοτεχνίας. Το «Πάρθεν» του σχολικού βιβλίου δύσκολα θα επιλεγεί προς διδασκαλία με το υπάρχον σύστημα των θεματικών ενοτήτων και έτσι ο μαθητής δε θα δει ποτέ ως παράλληλο κείμενο αυτό του Καβάφη. Άδικο πολύ για ένα τόσο ενδιαφέρον ποίημα. Άδικο συνολικά για τα κείμενα που δεν θα χωρέσουν στην προκρούστεια κλίνη των τριών ανά έτος διδακτικών ενοτήτων.
Αρκετά ωστόσο με τη γκρίνια. Ξεκινώ με το πρώτο ποίημα, το σχολικό «Πάρθεν» (συλλογή Legrand). Το κείμενο αυτό, σαφώς απλούστερο από την παραλλαγή Passow, παρουσιάζει ωστόσο μια σειρά από ενδιαφέροντα ευρήματα. Το πουλί που μεταφέρει το μήνυμα καταλήγει σου Ηλί’ τον κάστρον. Το κάστρο του Ήλιου, μυθικό κάστρο στην περιοχή του Πόντου, σχετίζεται με το ομώνυμο ποντιακό δημοτικό (Τ’ Ηλ’ το κάστρον), παραλλαγή του δημοτικού για το κάστρο της Ωριάς που καταλήφθηκε τελικά με προδοσία. Το πουλί έχει το ένα του φτερό σο αίμα βουτεμένον, αναφορά στη σφαγή που ακολούθησε την άλωση της πόλης και δε μιλά – ως είθισται στα δημοτικά τραγούδια – σε καμιά παραλλαγή του τραγουδιού. Το μήνυμα που μεταφέρει δεν μπορεί να το διαβάσει ούτε ο μητροπολίτης (ο πλέον εγγράμματος δηλαδή του τόπου). Το διαβάζει ωστόσο ένας ανώνυμος του λαού: έναν παιδίν καλόν παιδίν. Εδώ το παιδί σαφώς δηλώνει την αθωότητα και την καθαρότητα ψυχής με πρόθεση μάλλον να δείξει πως το μήνυμα της άλωσης και των συνεπειών της αγγίζει τους πάντες αλλά περισσότερο τους απλούς ανθρώπους, που δεν έχουν συμμετοχή στα σφάλματα της εξουσίας και επιπλέον είναι αυτοί που πάντα πληρώνουν τις συνέπειες.
Ο θρήνος που ακολουθεί την ανάγνωση του μηνύματος (Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!) εξαπλώνεται σε ναούς, μοναστήρια και κορυφώνεται (νόμος των τριών στο δημοτικό τραγούδι) στο πρόσωπο του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Δύο είναι εδώ τα άξια σχολιασμού σημεία. Το πρώτο είναι η συσπείρωση του ελληνισμού γύρω από την εκκλησία, καθώς αυτή απομένει ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με την χαμένη πια Ρωμανία. Ταυτόχρονα εκκλησιές και μοναστήρια γίνονται οι χώροι αναφοράς και διατήρησης της ρωμέικης ταυτότητας. Το δεύτερο είναι η αναφορά στο πρόσωπο του Ιωάννη Χρυσόστομου. Είναι γνωστό ότι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος εξορίστηκε στην Καππαδοκία αρχικά και στον Πόντο αργότερα, όπου και πέθανε από τις κακουχίες στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου. Εκεί παρέμεινε και το λείψανό του πριν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη το 438 μ.Χ. Η μνήμη του παρέμεινε ισχυρή στον πολύ λαό και στην Πόλη και στον Πόντο εξαιτίας του αγώνα του ενάντια στη διαφθορά κλήρου και πολιτικής εξουσίας που οδήγησε και στον μαρτυρικό του θάνατο. Επιπλέον και η Θεία Λειτουργία της Κυριακής φέρει το όνομά του. Η επιλογή να παρουσιαστεί ως ο κορυφαίος του θρήνου για την άλωση δεν είναι συνεπώς τυχαία καθώς είναι ο πιο αναγνωρίσιμος και δημοφιλής πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και ο λαός τον αισθάνεται ως “δικό του” άγιο.
Στο θρήνο του Ιωάννη του Χρυσόστομου απαντά η ανώνυμη φωνή – η φωνή του λαού κυριολεκτικά – που ενεργεί πρώτα παραμυθικά προς τον άγιο (Μη κλαις, μη κλαις, Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι) και έπειτα με προσδοκία ανάστασης του Γένους στο μέλλον (Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο). Και βέβαια δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τόσο την ποιητικότατη μεταφορά του “ανθεί και φέρει κι άλλο” όσο και την ακατάβλητη ελπίδα του ποντιακού ελληνισμού ότι θα έλθει η ώρα της αναγέννησης του έθνους. Πού να ήξεραν τι τους επιφύλασσαν οι ηγέτες του του ψευτορωμέικου το 1922...
α πάρθεν δεν βρίσκει πουθενά παρακάτω κάποια ανακούφιση και διαπερνά όλο το ποίημα με τη μελαγχολία του.
Από την άλλη βέβαια το «Πάρθεν» στάθηκε άτυχο καθώς παρέμεινε αφανές και ανέκδοτο. Στην αρχή τέθηκε ως υπόθεση για τον παραμερισμό του η συνύπαρξη ανόμοιου γλωσσικού υλικού μέσα στο ποίημα και η πιθανότητα η μείξη αυτή να μη λειτούργησε ποιητικά. Σοβαροί ερευνητές, όπως ο Γιάννης Δάλλας, θεωρούν ότι η εξήγηση αυτή είναι και η πιθανότερη. Όμως ίσως τα πράγματα να είναι πιο περίπλοκα. Στο καβαφικό έργο δεν είναι η πρώτη φορά που ανόμοιο γλωσσικά υλικό μπολιάζεται σε ένα ποίημα. Ο Κοκόλης καταγράφει συνολικά (αφαιρώντας τους ξενόγλωσσους τίτλους που σταματούν ως το 1899) συνολικά δεκαεπτά περιπτώσεις εισαγωγής στίχων ή φράσεων από αρχαιόγλωσσα κείμενα, αρχαία ή μεσαιωνικά μέσα στο ίδιο το ποίημα – και πάλι εδώ δεν υπολογίζεται υλικό που ανήκει σε motto ποιήματος. Κάποιες ενσωματώσεις περιορίζονται σε μια ή δυο λέξεις (πχ το Ούτος Εκείνος στο ομώνυμο ποίημα) ενώ άλλες καλύπτουν σημαντικό μέρος του ποιήματος (πχ στο Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων). Καμία όμως δεν περιλαμβάνει δημοτικό τραγούδι, πόσο μάλλον σε διάλεκτο. Και σε κανένα ποίημα δεν υπάρχει τόσο έντονη διαφοροποίηση γλωσσικού υλικού ανάμεσα στο ίδιο το ποίημα και τις πηγές του, οι οποίες όμως συμπλέκονται οργανικά με τον λόγο του ποιητή. Όντως λοιπόν το «Πάρθεν» γενετικά δεν ανήκει πουθενά κατά τον Λορεντζάτο. Ουσιαστικά αυτή η μοναδικότητά του είναι και το πρόβλημα: όχι στη σύνθεση ή στην εξισορρόπηση των γλωσσικών του ανομοιομορφιών, όπως πιστεύει ο Δάλλας αλλά επειδή, όπως σημειώνει ο ίδιος, το «Πάρθεν» ανοίγει έναν ορίζοντα χωρίς συνέχεια δηλαδή για έναν κόσμο ολόκληρο, αυτόν του τουρκοκρατούμενου γένους…[που] έμεινε τελικά ανέκφραστος. Και πιο αναλυτικά από τον Σεφέρη («Υστερόγραφο στη δοκιμή ‘Καβάφης – Έλιοτ Παράλληλοι’ «, περ. Η Λέξη, τεύχος. 23, σελ . 195): Έχω την εντύπωση, κι αυτό σκέπτομαι να το εξετάσω πιο προσεχτικά ακόμη, πως υπάρχει στο εικονοστάσι που μας δείχνουν τα ποιήματα τού Καβάφη, κάτι που αντιστοιχεί με τον καημό πού βλέπουμε στη δημοτική παράδοση για την καταστροφή της παλιάς δόξας (τον λέω έτσι για να είμαι σύντομος) και που εκφράζεται τόσο συχνά, σε θρύλους και σε τραγούδια, με τον γνώριμο εκείνο τόνο του μετρημένου και υπομονετικού θρήνου («Σημαίνει ουρανός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια…» – και τόσα άλλα). Αλλά ο Καβάφης ανήκει στη λογία παράδοση – τα συμπλέγματα της δημοτικής δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει· τα αποκρούει η ιδιοσυγκρασία του – γι’ αυτόν ο ψυχολογικός κόμβος Πόλη, Αδριανούπολη κ.τ.λ., αντικαθίσταται από τον ψυχολογικό κόμβο: Γρανικός — Μαγνησία — Πύδνα — Λευκόπετρα — λεία της Κορίνθου. Κοίταξε τις ημερομηνίες, συ πού τις ξέρεις τόσο καλύτερα από μένα, και θα παρατηρήσεις ότι ή έκφραση του αυτή αρχίζει από το 1915 περίπου, δηλαδή με τη μεγάλη εθνική κρίση, για να τελειώσει με το τέλος της ζωής του. Το θέμα αυτό το εκφράζει ο Καβάφης, όπως σχεδόν και όλα του τα άλλα, με την ίδια διαλυτική καυστικότητα και με την ίδιαν αίσθηση τού εξευτελισμού και της απάτης πού έχει μόνιμα μέσα του. Εδώ βρίσκεται κυρίως η αιτία αποκλεισμού του «Πάρθεν» από τον καβαφικό κανόνα. Κινείται σε μια κατεύθυνση που ο ποιητής δε σκόπευε να αξιοποιήσει, αυτή της δημοτικής παράδοσης. Ο τόνος του ποιήματος είναι εκείνος του μετρημένου και υπομονετικού θρήνου, πέρα από την λόγια ποιητική του Καβάφη που το ίδιο θέμα, της απώλειας και καταστροφής της παλιάς δόξας, το εκφράζει με την ίδια διαλυτική καυστικότητα και με την ίδιαν αίσθηση τού εξευτελισμού και της απάτης πού έχει μόνιμα μέσα του. Είναι λοιπόν καθαρά θέμα ποιητικής ο παραμερισμός του; Νομίζω πως ναι, καθώς παρακάτω θα φανεί, πιστεύω, η τεχνική αρτιότητα και η εκφραστική ευστοχία του ποιήματος.
Στην τρίτη στροφή/ενότητα το οπτικό πεδίο του ποιητή περιορίζεται και επικεντρώνεται πάνω σε ένα ποίημα, το τραγούδι CXCVIII της συλλογής Passow. Εδώ η συγκίνησή του διατυπώνεται ρητά: Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα/το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα. Ρητά δηλώνεται και η κλιμάκωση της έντασης στο συναίσθημα: πιο πολύ. Η γλωσσική ιδιομορφία του τραγουδιού είναι βέβαια τέτοια που οδήγησε τον ποιητή να σταθεί σε αυτό, όμως δεν παύει να είναι παρά μόνο η αφορμή γιατί η αιτία είναι η λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων / που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη. Οι μακρινοί Γραικοί και η λύπη τους δεν του είναι καθόλου άγνωστοι· αντίθετα του είναι πολύ συμπαθείς. Τέτοιοι ήταν και οι Ποσειδωνιάται που με θλίψη τελειώνουν την ετήσια γιορτή που τους θυμίζει ότι κάποτε ήταν Έλληνες. Τέτοιος και ο έμπορος από τη Σάμο που πεθαίνει δούλος στην Ινδία αλλά δε λυπάται γιατί, όπως γράφει το επιτύμβιό του, θα μπορέσει να βρει τους συμπολίτες του στον Άδη και να μιλά Ελληνικά. Ο μισοβάρβαρος Πάρθος ηγεμονίσκος του Φιλλέλην – στα Φράατα της Μηδίας, πέρα από τον Ζάγρο – κόπτεται μήπως και φανεί ανελλήνιστος. Σε βιβλίο με βακτριανά νομίσματα, στην «καλή πλευρά» των νομισμάτων συγκινείται ο Γραικός ελληνικά διαβάζοντας, / Ερμαίος, Ευκρατίδης, Στράτων, Μένανδρος. Και βέβαια δεν ξεχνάμε τη γνωστή και βαρύνουσα δήλωση του ίδιου του Καβάφη: Είμαι κ’ εγώ ελληνικός. Προσοχή, όχι Ελλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός. Το δεύτερο στοιχείο που προσέχει ο αναγνώστης – ποιητής είναι η πίστη των ανθρώπων εκείνων που θα σωθούμε ακόμη. Για έναν ποιητή που το θέμα της τραγικής ειρωνείας είναι από τα συστατικά στοιχεία στην ποίησή του, η μάταιη αυτή ελπίδα τον συγκινεί ιδιαίτερα. Πόσο μάλλον που η ελπίδα ξαφνικά δεν είναι «που θα σωθούνε ακόμη» αλλά «που θα σωθούμε ακόμη» – αυτοί, εμείς, πρόσωπα στο ποίημα, ποιητές και αναγνώστες, όλοι οι Ρωμιοί. Μάρτη του 1921 γράφεται το ποίημα και όπως είχα γράψει και στην ανάρτηση για το «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» δε χρειαζόταν μαντικές ικανότητες για να δει κανείς που οδηγούνταν τα πράγματα.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην κυρία Αμπερίδου Σοφία (http://paletasofias.blogspot.gr) για την άδεια να χρησιμοποιηθούν οι πέντε πίνακές της που κοσμούν – με όλη τη σημασία της λέξης – την ανάρτηση.
Και ένα εξαιρετικό βίντεο από τη συμμετοχή του Διαπολιτισμικού Γυμνασίου Ευόσμου στο μαθητικό συνέδριο για τα 150 χρόνια χρόνια Κ. Καβάφη στο Ζωγράφειο Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως 11-14 Απριλίου 2013.
- Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μικρά Αναλυτικά στον Καβάφη, εκδ. Ίκαρος, 1977, σελ. 9-15.
- Ζωή Καρέλλη, «Νύξεις» (περ. Η Λέξη, τευχ. 23, σελ 321-22).
- Πέτρος Κολακλίδης και Ειρήνη Warburton – Φιλιππάκη, “Το “Πάρθεν” του Καβάφη” (περ. Η Λέξη, τευχ. 52, Φεβρ. 1986, σελ. 122-127)
- Ν.Γρηγοριάδης, “Το ποίημα του Κ.Π.Καβάφη [Πάρθεν]” (Γ΄ Συμπόσιο Ποίησης, Αφιέρωμα στον Κ.Π. Καβάφη, 1-3/7/1983, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1984, σελ 175-181)
- Ξ.Α.Κοκόλης, «Γλωσσική ασυμβατότητα, ποιητική τεχνική και πολιτική εγρήγορση στο «Πάρθεν» του Καβάφη» (περ. Διαβάζω, τευχ. 78, Οκτ. 1983, σελ. 61-73)
- Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία. Αισθητικές λειτουργίες, εκδ. Ερμής, 1986, σελ. 181-182.
- Μαρία Ιατρού – « “Χαρτίν περιγραμμένον”. Το “Πάρθεν” του Καβάφη ως ποίημα ποιητικής » (περ. Εντευκτήριο τ.32, Φθιν.95, σελ 67-73
καθώς και οι συλλογές δημοτικών τραγουδιών που χρησιμοποιήθηκαν μαζί με μια ανάγνωση του ποιήματος από τον Γ.Π.Σαββίδη.