Δημάς γαρ με εγκατέλιπεν…

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος συχνά πυκνά έρχεται στην επικαιρότητα με τις συνεντεύξεις και τις δηλώσεις του που, σχεδόν πάντα, προκαλούν ποικιλία σχολίων. Και αν σήμερα το να προκαλεί κανείς λόγω ή έργω είναι μάλλον ακίνδυνο – πόσο μάλλον όταν πια είναι καταξιωμένο καλλιτεχνικά αλλά και φιλολογικά πρόσωπο – αυτό δε σημαίνει οτι πάντα ήταν έτσι.

Το 1950, όταν εκδίδει την Εποχή των ισχνών αγελάδων είναι μόλις 19 χρονών σε μια Θεσσαλονίκη που βρίθει χριστιανο – φασιστικών οργανώσεων (με ιστορία πριν απ’ τη δικτατορία του Μεταξά ακόμη). Με τον “ορθόδοξο” έρωτα σχεδόν στην παρανομία για τα αστικά ήθη. Και τον “ανορθόδοξο”; Εκεί πια τα πράγματα γίνονται πολύ σοβαρά: εμπλέκεται η Ασφάλεια και τα κατηχητικά – από εννιά χρονών στα κατηχητικά ήταν ο Χριστιανόπουλος και φυσικά τον έδιωξαν μετά τη συλλογή με τις κλωτσιές – οι συμφοιτητές σου κόβουν την καλημέρα και άλλα παρόμοια.

Βέβαια, εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Η όποια ιδιαιτερότητα κοστίζε τότε πολύ περισσότερο και όσο πιο ανοιχτά προβάλλονταν τόσο μεγαλύτερο ήταν και το κόστος. Ο Χριστιανόπουλος όχι μόνο σήκωσε αυτό το φορτίο μόνος του αλλά επιπλέον κατάφερε και να αναδειχτεί. Και τούτο φυσικά χάρις στο πολύ αξιόλογο ποιητικό του έργο – το φιλολογικό, εξίσου σημαντικό, δεν μας αφορά εδώ. Παραθέτω το ποίημα

Δημάς

Δημάς Παύλω δεσμίω εν Ρώμη· χαίρειν.
Είναι η τέταρτη φορά που επιχειρώ να σας γράψω,
μέσα σε τούτο το πολυθόρυβο μπαρ με το ράδιο να παίζει σουίνγκ
και το κορίτσι να με κοιτάει παραξενεμένο.
Συχνά θυμούμαι την εν Χριστώ ζωή, τους αδελφούς εν Κυρίω,
με ταράζει η νοσταλγία, με διαλύει.
Όλοι με θεωρούν ευτυχισμένο καθώς με βλέπουν με το χακί,
το περίστροφο στα δεξιά, να βαδίζω γεμάτος αυτοπεποίθηση,
στη Μπάρα, στα θέατρα, στα ζαχαροπλαστεία, στα γυμναστήρια.
Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα που προχωρεί.
Τι τα θέλετε, κύριε, τι τα θέλετε,
εμείς που γνωρίσαμε μικροί το Χριστό ζούμε τώρα τη θλίψη·
χάσμα γαρ μέγα εστήρικται μεταξύ ημών και υμών
.
Όπου να γυρίσω, με σκοτώνει το παράπονό σας:
Δημάς με εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα
.
Κι όμως νιώθω παράταιρος μέσα στον κόσμο αυτό,
σαν κλασική μουσική σε ταβέρνα.
Κι όταν ανοίγω το αλμπούμ με τα εικόνια που μας κάμναν
πλανόδιοι ζωγράφοι σ’ εξορμήσεις ιεραποστολικές,
δεν ξέρω αν θα ’θελα να επιστρέψω, είναι τόσο οδυνηρή
η εποχή τής φρόνησης, θα ’θελα μόνο
να ξεριζώσω με τα χέρια μου τη μνήμη.
Τάχα να βάλω πια τις χώρες μου σε κάποια τάξη;
Και πώς μες στ’ αδιέξοδο έξοδο νά ’βρω;

Πρωτοδιάβασα Χριστιανόπουλο στο βιβλίο του μετέπειτα Δάσκαλού μου ( δεν είναι τυχαίο το κεφαλαίο δέλτα) Ξενοφώντα Κοκόλη Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930 -1960 ( Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979). Εκεί πρωτοδιάβασα τον Δημά. Και ήταν και Έλιοτ και Καβάφης και Σεφέρης όμως, πολύ περισσότερο, ήταν Χριστιανόπουλος. Ούτε φτηνό ανακάτεμα ούτε ψυχρή απομίμηση των προτύπων του. Μια καθαρή, ήδη διαμορφωμένη ποιητική φωνή. Και το περίεργο είναι οτι μου άρεσαν και τα ποιήματα των μετέπειτα συλλογών, ποιήματα που ο ερωτικός ρεαλισμός τους θα μου ήταν ανυπόφορος σε άλλον ποιητή (γενικά αντιπαθώ τα ερωτικά ποιήματα και οι προτιμήσεις μου στρέφονται στην κοινωνική ποίηση). Ακόμα και τα ερωτικά του Καβάφη ή του Ρίτσου ή και του Σεφέρη ακόμη μου είναι αδιάφορα. Ο Χριστιανόπουλος με κέρδισε με την πρώτη. Και η εντύπωση κρατά ίδια και ισχυρότερη, τριάντα χρόνια μετά.

Να γυρίσω ξανά στον Δημά, ένα σπάνιας αξίας ποίημα που οι περίτεχνα κρυμμένες ερωτικές νύξεις του επέτρεψαν την παρουσία του στο σχολικό εγχειρίδιο της Γ΄Λυκείου. Θυμίζω οτι στην πρώτη μορφή του ο “Δημάς” περιείχε ως υστερόγραφο και με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία τους παρακάτω αποκαλυπτικούς (για τον λανθάνοντα ερωτικό χαρακτήρα του ποιήματος) στίχους:
όση ώρα έγραφε τον κοίταζα με ηδονή
ύστερα τόριξε στον κάλαθο αχρήστων
ακόμη κρατώ ετούτο το κειμήλιο
που μ’ έκανε να φτάσω ως τον Παύλο.

Η βιβλιογραφία για το ποίημα είναι ελάχιστη αλλά πριν καταφύγει κανείς στα γνωστά λυσάρια μπορεί να συμβουλευτεί τον φάκελο που ακολουθεί με:

  • αποσπάσματα από άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Εντευκτήριο” τ.95 (Αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο), Οκτ-Δεκ 2011 (Μαρία Ιατρού και Χρήστος Καββαδάς)
  • ένα δισέλιδο από την ολοκληρωμένη και πλήρη προσέγγιση στο “Δημά” του Θ.Μαρκόπουλου στο βιβλίο του Ο Ποιητής και το ποίημα.
  • το σχετικό κομμάτι από το βιβλίο του καθηγητή.
  • τρεις σελίδες από το βιβλίο του Ξενοφώντα Κοκόλη Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930 -1960, Θεσσαλονίκη Εγνατία, 1979.
  • μια κριτική του Κώστα Δήμα από το μακρινό 1951 στον τόμο Για τον Χριστιανόπουλο Κριτικά κείμενα για την ποίησή του (ανθολόγηση: Δημήτρης Κόκορης), Αιγαίον 2003.
  • τρεις συνεντεύξεις του ποιητή.
  • Μία συζήτηση του ποιητή με τον Περικλή Σφυρίδη για τα αλαμπουρνέζικα, τη γλώσσα των κουλτουριάρηδων
    (πάντοτε επίκαιρο έργο, δυστυχώς

Υστερόγραφο: Όταν ανακοινώθηκε η βραβευσή του έσκασα στα γέλια. Καλά δεν ήξεραν, δε ρώταγαν; Άλλο που δεν ήθελε ο Χριστιανόπουλος να ξεσαλώσει και να τα χώσει ξανά σε όλους και όλα. Είναι δυνατόν στα ογδόντα του να αρνηθεί αυτά που έλεγε από τα σαράντα του; Και επιπλέον βραβείο “κατά πλειοψηφία” και όχι ομόφωνα; Αστεία πράγματα…
Ενώ η βράβευση από το ΑΠΘ (επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής) είναι κάτι που δεν μπόρεσε (και δεν έπρεπε άλλωστε) να αρνηθεί. Το ποιητικό του έργο μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους αμφιβόλου αξίας – γούστα είναι αυτά – το φιλολογικό του έργο όμως είναι τεράστιο καθώς είναι αυτός που ασχολήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο με τη βορειοελλαδίτικη λογοτεχνία και με πάθος και επιμονή με τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Η “Διαγώνιος” (1958-1983), το περιοδικό του, εξέθρεψε και ανέδειξε δεκάδες σύγχρονους λογοτέχνες επί σειρά ετών. Και όλα αυτά χωρίς χορηγίες από το κράτος και άλλες τέτοιες δημοσιοσχετίστικες συναλλαγές. Διδάκτορας λοιπόν, έστω και αργά. Το αξίζει και με το παραπάνω.

Κλείνω με  ένα ποίημα του Χριστιανόπουλου που έχει μείνει για καιρό στη μνήμη – ιδίως το τέλος:

Μαρία η Αιγυπτία

Ακόμα θυμούμαι την επιγραφή OUT OF BOUNDS.
Συχνά μας επισκέπτονταν ναύτες του N.A.A.F.I. Club.

Μάλιστα ένας μου έλεγε: «Είσαι ένα τίποτα
στο σκοπευτήριο, στο πανδοχείο, στο καπηλειό, στο μπορντέλο».
Όμως τώρα απαρνήθηκα τα εγκόσμια, και τούτο είναι μια ηδονή –
δοσμένη ψυχή τε και σώματι στο Νυμφίο, εν προσευχή και νηστεία,
σε τούτη την έρημο με την ξερή άμμο, το γλυφό νερό, τον αδυσώπητο ήλιο.
Ενίοτε περνούν καραβάνια προσκυνητών με χασίσι και πάπυρο,
όμως η γύμνια μου καταφεύγει στα βράχια·
έτσι χαράζω τα ποιήματά μου στην άμμο
κι έρχονται οι αγέρηδες να μου τα τραγουδήσουν.
Λίγο πάπυρο, άγιε πάτερ Ζωσιμά, δυο τρία βιβλία θρησκευτικά,
μια σύντομη μέθοδο εκμαθήσεως βυζαντινής μουσικής.
Κει στην αγαπημένη μου Αλεξάνδρεια,
μη με ξεχάσεις, άγιε πάτερ Ζωσιμά·
με λένε Μαρία, παλαιότερα Κλεοπάτρα, στην Κυρήνη Εσθήρ –
επί δεκαπενταετίαν διατελέσασα πόρνη.
Μα τώρα όλους σχεδόν, συν Θεώ, τους πειρασμούς τούς νίκησα
και μόνο το ρεμπέτικο μοτίβο δεν κατόρθωσα
να διώξω από τα χείλη μου, δε μπόρεσα
να ξεριζώσω απ’ την καρδιά μου, δε δυνήθηκα,
το ρεμπέτικο που τραγούδαγα μικρή στο καπηλειό του Αλκέτα.

Ένα ρεμπέτικο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Από αυτά που η εποχή της φρόνησης δεν μπορεί να ξεριζώσει από τη μνήμη – αλίμονό μας αν το καταφέρει. Ένα παλιό ρεμπέτικο στο καπηλειό του Αλκέτα. Σαν κι αυτό

Διάλογος σε μαύρο φόντο: Νίκος Εγγονόπουλος και Μανώλης Αναγνωστάκης

Πιθανότατα δεν υπήρξε πρόθεση διαλόγου. Το ποίημα Ποίηση 1948 του Εγγονόπουλου δεν οδήγησε τον Αναγνωστάκη στο να γράψει το Στον Νίκο Ε…1949 – ο ίδιος το αρνείται και ο Στρατής Μπαλάσκας που πρώτος επεσήμανε τη σχέση των δύο ποιημάτων μοιάζει πια (“Φιλολογική”, τευχ. 93, σελ. 25-29) να αποδέχεται τη θέση του Αναγνωστάκη. Όμως, όπως τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος:
Ξεφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες
κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες.
Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε,
σαν τρελές μέσα στη μπόρα.

Νίκος Εγγονόπουλος – Εμφύλιος

Ξεφεύγουν τα ποιήματα από τα χέρια των ποιητών και τριγυρνάν μόνα τους μέσα στη μπόρα. Μέσα στη θύελλα του εμφυλίου (που μακάρι να ήταν μόνο μπόρα) βρέθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο σε έναν βουβό μεν, εύγλωττο δε, διάλογο. Με φόντο το μαύρο της αδελφοκτονίας. Του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.

Ο πληρέστερος φάκελος για μια συγκριτική ανάγνωση των δύο ποιημάτων βρίσκεται (ως συνήθως) στο ιστολόγιο αρισμαρί της Ευαγγελίας Στάμου. Εδώ θα προσθέσω ελάχιστα, τα περισσότερα από το διαδίκτυο αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της Σόνιας Ιλίνσκαγια από το βιβλίο της Η μοίρα μιας γενιάς.

Κάποια κείμενα που προέρχονται από σάρωτή (scanner) δεν είναι ιδιαίτερα ευανάγνωστα αλλά είναι πολύ χρήσιμα και έτσι τα παραθέτω υποχρεωτικά. Σε κάθε περίπτωση καταγράφω την πηγή – είτε πάνω στο αρχείο είτε στον τίτλο του αρχείου. Και επειδή σε έναν διάλογο καλό είναι να υπάρχει πολυφωνία, να προσθέσω το λόγο του Γ. Σεφέρη (Τυφλός , Δεκέμβρης 1945). Κι ας μη σκεφτούμε οτι το 1945 ήταν νωρίς ακόμη: Σοφοί δε προσιόντων… έγραφε ο Καβάφης. Ο φάκελος των ποιημάτων εδώ