Κούφια λόγια και θεάματα

Η συντομία της προεκλογικής περιόδου και η καλπάζουσα οικονομική κρίση μας γλύτωσαν από τα χολυγουντιανά υπερθεάματα των παλαιότερων προεκλογικών συγκεντρώσεων: τους επίδοξους σωτήρες του τόπου επί σκηνής να υπόσχονται παροχές και τους ιθαγενείς του “μόνου αφρικανικού κράτους με λευκούς κατοίκους” (κατά τον Χάρυ Κλυν) να ανεμίζουν πλαστικές σημαιούλες με τη μάρκα της πολιτικής κονσέρβας που καταναλώνουν. Και ναι μεν από τα θεάματα με την κιτς αισθητική τους απαλλαχτήκαμε αλλά όχι από τα κούφια λόγια και την παροχολογία (συμμαζεμένη πάντως καθώς του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν είναι μεγάλ’ η πτώχεια).

Τέτοιες μέρες πάντα θυμάμαι το ποίημα του Καβάφη “Αλεξανδρινοί βασιλείς”, που αξιοποιεί με περισσή τέχνη τα – κυριολεκτικά – διαπλεκόμενα θέματα των πολιτικών σκοπιμοτήτων με την θεατρινίστικη παράσταση/φιέστα και, σε δεύτερο επίπεδο, τα βήματα των Εριννύων που πλησιάζουν. Το παραθέτω:

Αλεξανδρινοί Βασιλείς

Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.

Ο Αλέξανδρος – τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος – τον είπαν βασιλέα

της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Κ.Π.Καβάφης – ‘Αρια Κομνηνού – Ξυλογραφία

Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κ’ εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοί εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα —
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.

Συνολικά έξι ποιήματα συνδέονται με τα γεγονότα από την τελετή των δωρεών του “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” (34 πΧ) έως τον θάνατο του Αντώνιου (31 πΧ). Στις παρενθέσεις: χρόνος πρώτης σύνθεσης/χρόνος δημοσίευσης

1.“Το τέλος του Αντωνίου” (1907/ανέκδοτο)
2. “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” (1910/1911)
3. “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” (1912/1912)

4.“Καισαρίων” (1914/1918)

5. “Το 31 πΧ στην Αλεξάνδρεια” (1917-24/1924)

6. “Εν δήμω της Μικράς Ασίας” (;/1926)

Δεν θα καταγράψω εδώ όλες τις εμφανείς και αφανείς συνομιλίες των ποιημάτων στα θέματα, στην τεχνική, στο ιστορικό περιεχόμενο – είναι προφανές οτι κάτι τέτοιο απαιτεί ολόκληρη μελέτη στά όρια διατριβής.   Θα περιοριστώ σε μερικές, δελεαστικές ελπίζω για τον αναγνώστη, διασυνδέσεις. Όπως το θέμα της θεατρικότητας που όμως είτε πρόκειται για γιγάντιο ψέμα (3,5) είτε για δυσοίωνο σημάδι (1,2). Την εμμονή στο πρόσωπο του Καισαρίωνα (3,4) που απεικονίζεται με ζωηρά, ερωτικά χρώματα. Τον πολιτικό αμοραλισμό που υφέρπει στο (3), δηλώνεται ρητά στα (4 και 5) και κορυφώνεται στο (6) με το ψήφισμα που αλλάζει απλώς όνομα. Και ταυτόχρονα, εξειδικεύοντας την προηγούμενη παρατήρηση, τον κυνισμό και εμπαιγμό που συστηματικά φανερώνουν και υλοποιούν οι κρατούντες (3,4,5)  απέναντι στην αδιαφορία και τον καιροσκοπισμό των υπηκόων (3,6).
Μπορεί κανείς να προσθέσει στα προηγούμενα και το θέμα της πομπής και λαμπρής παράταξης: τι κρύβεται πίσω από την “
προπορευομένην μουσικήν/ και με παντοίαν μεγαλοπρέπειαν και χλιδήν” πομπή στο “Αλέξανδρος Iανναίος, και Aλεξάνδρα” – και οι δύο “Iουδαίοι καλοί, Ιουδαίοι αγνοί, Ιουδαίοι πιστοί —προ πάντων”;  Ποιο πιθανό πογκρόμ προετοιμάζεται στο “Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών” όταν “Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος/Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.//Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχηθώμεν”;

Μίλησα πριν για υπηκόους. Πόσο εύκολα άραγε οι πολίτες γίνονται υπήκοοι; Όσοι έζησαν ενεργά το πολιτικό κλίμα του ’60 και ’70 αλλά και του ’80 – ως τα μισά της δεκαετίας – μπορούν να δώσουν την, ούτως ή άλλως, θλιβερά αναμενόμενη απάντηση: Πολύ εύκολα…

Ρίξτε και μια προσεκτική ματιά στο latistor για μια προσέγγιση του ποιήματος. Επιπλέον στο ίδιο ιστολόγιο, στην αναζήτηση περιεχομένου για τον όρο “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” βγήκαν πολλά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

Ακολουθεί ο φάκελος του ποιήματος που περιέχει τα παρακάτω άρθρα και αποσπάσματα από βιβλία:
       https://app.box.com/s/d5d17127d41eddf606ec

  • Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ.Π.Καβάφης, σελ.179-183 και 345
  • Edmund Keeley, Η Καβαφική Αλεξάνδρεια σελ.129-133
  • Μιχ. Μερακλής, “Μπρεχτικός Καβάφης”, περ. Η Λέξη, τχ.23, σελ.341
  • Κ.Θ. Δημαράς, «Η τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Καβάφη», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1956, σελ.100-102.
  • Τίμος Μαλάνος,    Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, 1957, σελ.309
  • Χριστόφορος Μηλιώνης , “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”, περ. Φιλόλογος, τχ.114, στ.610-617
  • Γ.Π.Σαββίδης,  “Διαβάζοντας τρία σχολικά ποιήματα” (Μικρά Καβαφικά τ. Α΄, σελ 196-210)
  • Sir Lawrence Alma Tadema-The Meeting of Antony and Cleopatra.

    Ι.Α. Σαρεγιάννης, “Ο Καβάφης άνθρωπος του πλήθους” (Σχόλια στον Καβάφη)

  • Rolf Strootman “Queen of Kings: Kleopatra VII and the donations of Alexandria”
  • Bruce W. Frier, “Making History Personal. Constantine Cavafy and the Rise of Rome”
  • Ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα για τις δωρεές (στα αγγλικά)
  • Παλιό και νέο βιβλίο καθηγητή
  • Αφιέρωμα της Καθημερινής (7 Ημέρες) στον Καβάφη
  • Τρεις αναγνώσεις του ποιήματος από τον Γ.Π.Σαββίδη, τον Μ.Σουλιώτη και την Έλλη Λαμπέτη.

Μικρός μονόλογος για το μάθημα της Έκθεσης

Αφορμή για τον προβληματισμό που ακολουθεί ήταν το Ι΄ Πανελλήνιο Συνέδριο για τη διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εχω δημιουργήσει πια μιαν ατομική παράδοση να παρακολουθώ τα συνέδρια αυτά αλλά δυστυχώς γίνονται πολύ αραιά (πού να βρεις χρηματοδότηση για συνέδριο σχετικά με τη γλώσσα· βλέπετε η γλώσσα δεν είναι “τραπεζικό προϊόν”).

Για άλλη μια φορά δεν διαψεύστηκα· ανώτερο των προσδοκιών μου ήταν το συνέδριο, μόνο για να ακούσω τον Μαρωνίτη να διαβάζει “Το ύστερο των Σαββάτων” από τα Ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη άξιζε το πηγαινέλα Βέροια – Θεσσαλονίκη δυο μέρες (τρίτη δεν άντεξα). Ογδόντα δύο χρονών ο Μαρωνίτης – “γέρασε” μου ψιθύρισε ο διπλανός, “γερνάμε” ψιθύρισα εγώ στον εαυτό μου – διάβασε το τελευταίο ποίημα μιας συλλογής, της προτελευταίας του ογδοντάχρονου τότε ποιητή, που βλέπει πια καθαρά και περιγράφει την αντίπερα όχθη. Θυμήθηκα τα  λόγια του Κέφαλου στον Σωκράτη: “ὥσπερ ἤδη ἐγγυτέρω ὢν τῶν ἐκεῖ μᾶλλόν τι καθορᾷ αὐτά” (Πλάτωνος  Πολιτεία 330e). Μελαγχόλησα και βγήκα έξω.

Υστερόγραφο: ανακάλυψα στο ιστολόγιο της κ. Ευαγγελίας Στάμου την ίδια εισήγηση του Δ.Ν Μαρωνίτη στο Επιστημονικό Συμπόσιο “Επιρροές του Ελύτη” (Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, 11-13 Νοεμβρίου 2011). Από εκεί πήρα το απόσπασμα του βίντεο που περιλαμβάνει την ανάγνωση του ποιήματος – ακριβώς ίδια με τη φετινή.

[veoh v32279632kNzNqFWp]

Στις πρωϊνές εισηγήσεις του Σαββάτου που αφορούσαν τη Λογοτεχνία το θέμα που επανέρχονταν σταθερά ήταν το επερχόμενο χάος στη διδασκαλία  της, απότοκο του νέου προγράμματος σπουδών για το Λύκειο που μετατρέπει τη Λογοτεχνία σε φτηνό μάθημα κοινωνιολογίας ή πολιτικής αγωγής. Ανάμεσα στις όχι αναίτια απαισιόδοξες προβλέψεις όμως υπήρχε και η εισήγηση της Σοφίας Νικολαΐδου για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας κα ειδικότερα το κομμάτι που αφορούσε την συνεργασία με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η όλη ιδέα αποσκοπεί στην ενίσχυση της φιλαναγνωσίας αλλά και στην παραγωγή ποικίλου λογοτεχνικού λόγου από τους μαθητές. Η εφαρμογή του προγράμματος σε τάξεις της Α΄Γυμνασίου έδωσε, όπως διαπιστώσαμε, πολύ καλά αποτελέσματα – χώρια που ως ιδέα κινείται στον αντίποδα ακριβώς της νέας “μεταρρύθμισης” των φωστήρων του Υπουργείου.

Αναζητώντας τον Παπανούτσο. Αρωγή και ευδοκίμηση στο θέμα έκθεσης του 1985

Και εκεί ακριβώς θυμήθηκα οτι η ιδέα δεν είναι καινούρια. Η ποικιλία στην παραγωγή λόγου ήταν το ζητούμενο για το μάθημα της Έκθεσης, ένα μάθημα που έως το 1998 ήταν το κατεξοχήν μάθημα “άγονης γραμμής”. Ζητούνταν από 17αχρονους και 18αχρονους μαθητές να γράψουν ένα δοκίμιο αυστηρά οργανωμένο, γλωσσικά άρτιο αλλά και κουμπωμένο ως το λαιμό και εν τέλει απελπιστικά βαρετό. Έφηβους Παπανούτσους ζητούσαν οι εξεταστές, τρεγάλαφους εισέπρατταν, όπως ήταν αναμενόμενο. Η επί μακρόν αναμενόμενη αλλαγή του 1998 διόρθωσε την κατάσταση σε μεγάλο βαθμό: η τελική αξιολόγησηπεριλαμβάνει κείμενο, ασκήσεις κατανόησης, λεξιλογικές, πύκνωσης και ανάπτυξης, παραγωγή κειμένου σε συγκεκριμένο επικοινωνιακό πλαίσιο. Έγινε λοιπόν η Έκθεση μάθημα “γόνιμης γραμμής”, όπως είχε κατά νου ο Χρίστος Τσολάκης το 1997 (Γ΄Πανελλήνιο Συνέδριο για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας); Το “ναι” θα ήταν πολύ αισιόδοξη απάντηση…

Όλα αυτά σκεφτόμουν μετά το συνέδριο και επέστρεψα – ύστερα από από καιρό –  στην ανάγνωση του βιβλίου της Κούλας Αδαλόγλου Η γραπτή έκφραση των μαθητών – Προτάσεις για την αξιολόγηση και βελτίωσή της. Δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο θεωρητικού και ενίοτε ανεδαφικού προβληματισμού· η συγγραφέας, ακόμα και στο θεωρητικό κομμάτι του βιβλίου (το πρώτο από τα τρία), φροντίζει να προσγειώνει τη θεωρία στα δεδομένα της “εμποδών παιδείας”, τόσο που και ο γράφων (με ανέκαθεν κακή σχέση με τη γλωσσολογία και τη διδακτική /παιδαγωγική) το διάβασε χωρίς δυσφορία. Άλλωστε η συμμετοχή της Αδαλόγλου στη συγγραφή των βιβλίων της γλώσσας στο Λύκειο αλλά και η παρουσία της ως σχολικής συμβούλου σε Ημαθία και Θεσσαλονίκη αποδεικνύει τον εν τέλει χρηστικό χαρακτήρα του βιβλίου.

Στο δεύτερο μέρος διερευνώνται μέσω τριών πειραματικών ερευνητικών εφαρμογών αντίστοιχα οι δυνατότητες ενός αντικειμενικότερου συστήματος αξιολόγησης, η βελτίωση του γραπτού λόγου των μαθητών και η διαφοροποίηση της επικοινωνιακής γλωσσικής ικανότητας ανάλογα με το είδος του παραγόμενου κειμένου. Να υπενθυμίσω οτι το τελευταίο ζήτημα της διαφοροποίησης της επικοινωνιακής γλωσσικής ικανότητας παραμένη στην πράξη μετέωρο καθώς έχει περιοριστεί στο άρθρο σε εφημερίδα σχολική/τοπική ή σε επιστολή και ουσιαστικά τα δεδομένα που συνθέτουν τον ξεχωριστό ειδολογικό χαρακτήρα της κάθε περίπτωσης είτε καλύπτονται πρόχειρα και βεβιασμένα είτε ισοπεδώνονται είτε αγνοούνται τόσο από τους μαθητές όσο και από τους διδάσκοντες – βαθμολογητές (τα φροντιστήρια έτσι κι αλλιώς έχουν μείνει στα προ του 1998 δεδομένα). Γι αυτό και δεν έχουμε ακόμη ξεφύγει οριστικά από την αρωγή και ευδοκίμηση.

Το τρίτο μέρος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί καταγράφει την πραγματικότητα της διδακτικής πράξης, επισημαίνει τα προβλήματα και προτείνει με παραδείγματα  λύσεις. Μου άρεσε η ιδέα της αυτοαξιολόγησης του μαθητή και της αυτοδιόρθωσης με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Σε μικρότερες τάξεις αυτό μπορεί να γίνει κάποιες φορές με αξιόλογα, όπως φαίνεται, αποτελέσματα. Αν τελικά το Λύκειο ξεφορτωθεί με κάποιον τρόπο τις πανελλήνιες πολλά μπορούν και εκεί να γίνουν. Αλλά εδώ πάνε να βάλουν όλο το Λύκειο σε τροχιά πανελληνίων…

Και μια και οι πανελλήνιες πλησιάζουν και το θέμα της αξιολόγησης  στο μάθημα της Έκθεσης είναι ένα από τα σταθερά ζητούμενα στη βαθμολόγηση, παραθέτω από το επίμετρο του βιβλίου ένα σύστημα αναλυτικής αξιολόγησης του κειμένου που παράγει ο μαθητής. 7+1 παράμετροι με 6 επίπεδα για καθεμιά (η παράμετρος της καταλληλότητας διαχωρίζεται σε καταλληλότητα περιεχομένου και καταλληλότητα ύφους). Πάντως μη βιαστείτε να το εφαρμόσετε πριν διαβάστε το βιβλίο. Αν το κάνουμε τυφλοσούρτη, επιστρέφουμε στην τωρινή κατάσταση όπου κατά βάθος δεν ξέρουμε ακριβώς τι βαθμολογούμε. Θα βρείτε δυο φιλολόγους να συμφωνούν στο πως βαθμολογείται η Έκθεση; Και οι δίκαιοι κατά τη θεία Γραφή πόσοι είναι; αναρωτήθηκε ο Διονύσιος ιερομόναχος στη Γυναίκα της Ζάκυθος. Κι όταν ξέπεσε στους τρεις προτίμησε να κάνει το σταυρό του και να μην συνεχίσει…